United States or Fiji ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ελάτε να μ' επισκεφθήτε, να το μόνον εύκολον! Και ο κ. Π. ετάχυνε τόσον πολύ το βήμα του, ώστε εγώ όστις από τινος έτρεχον κατόπιν του μάλλον παρά συνεβάδιζον αυτώ, ηναγκάσθην να ριφθώ εις την πρώτην επί της οδού ημών καθέδραν, πριν προφθάσω να τον ευχαριστήσω, διότι η σφοδρά εκείνη κίνησις μου εζάλισεν αιφνιδίως την κεφαλήν και κατέστησε το βήμα μου σφαλερόν και παραπαίον. Ο κ.

Ίσως η παρουσία του Κυριάκου εκεί, μαζί με τον απόμαχον, να ήτο τυχαία. Αλλ' η ένοχος γυνή, ως τους είδεν, εταράχθη, κ' ετάχυνε το βήμα. Της εφάνη δε ότι κ' εκείνοι το αυτό έκαμαν. Τότε η Γιαννού, καθώς έφθασεν εις τον αιγιαλόν, κατ' αγαθήν συγκυρίαν, αίφνης είδεν ενώπιόν της ανοικτήν την θύραν μιας οικίας, λίαν γνωρίμου εις αυτήν, και ουδέ στιγμήν εδίστασε να υπερβή το κατώφλιον.

Εκυριεύθη δε υπό τοσαύτης λύπης, ώστε επί πολύ περιεπάτει αλλόφρων, και εξετράπη απροσέκτως εκ της οδού. Ότε ήλθεν εις εαυτήν ενόησεν ότι ήτο μακράν της οδού αυτής, και είχεν ανάγκην να περιγράψη μέγαν κύκλον, όπως παρακάμψη τα βραχώδη μέρη της ακτής και επανέλθη εις την καλύβην της. Είχε δε δύσει αρτίως ο ήλιος, και η αμφιλύκη ήρχιζε να πίπτη επί την γην. Η νεάνις ετάχυνε το βήμα.

Ακόμη υψηλότερα επάνω εφάνησαν δύο ορειναί αίγες· του Ρούντυ τα μάτια ήστραψαν, αι σκέψεις του επήραν νέον δρόμον, αλλά δεν ήτο αρκετά πλησίον, ώστε να ημπορέση να της σημαδεύση με ασφαλές σημάδι. Ανέβη υψηλότερα επάνω, όπου τραχεία μόνον χλόη μέσα εις τους πετρίνους όγκους ηύξανεν· αι αίγαγροι επήγαιναν με άνεσιν επάνω εις το χιονοπέδιον, ετάχυνε το βήμα του.

Ο Σταυρής ο καφεπώλης μαθών τα καθέκαστα παρά του καπετάν-Παρμάκη, προ μιας ημέρας επανελθόντος εκ Σκοπέλου, αναγνωρίσας τον κυρ-Δημάκην, αναφωνεί με την σκωπτικήν φωνήν του κ' εισπνέων θορυβωδώς τον αέρα: — Καλώς ώρισες, κυρ-Δημάκη! Καλά ήτανε τ' ακρογιαλά; Ο φοβερός δεκατιστής, χωρίς ν' απαντήση ετάχυνε το βήμα του, συντετριμμένος, οικτρός.

Έτσι εύρεν ο παπά-Κονόμος την ανακούφισιν. Και πλέον ετάχυνε να φεύγη από τα έργα των ανθρακέων εις τα δάσος, διά να μένη μόνος περισσοτέρας ώρας εις τον Άγι-Αντώνην. Εκεί και να έβλεπε την κόρην του, διελογίζετο εις το στασιδάκι καθήμενος, δεν θα εταράσσετο πλέον, ως άλλοτε, όταν είδε την σκιάν της εις τον οίκον του. Εκεί και να την ήκουε να ψάλλη, θα συνέψαλλε και αυτός.

Παναγία μου! ανεφώνησεν η Πηγή. Ο δε Σαϊτονικολής, ακούσας τον θόρυβον, εστράφη και του εφώναξε:. — Ξάνοιγε, μωρέ, ομπρός σου, να μη βγάλης τα μάτια σου! Και έτρεξε διά να φθάση τον Θωμάν, του οποίου ο όνος, εκταραχθείς από τον θόρυβον, ετάχυνε το βήμα. Η άτοπος φράσις του Σαϊτονικολή επηύξησε την ταραχήν του Μανώλη.

Μέχρι τινός είχεν αποσπασθή εκ της διανοίας του Μάχτου η επί τη απουσία της Αϊμάς μέριμνα. Αλλ' άμα εξελθών, ανεμνήσθη ότι ώφειλε να φροντίση περί τούτου. Ήρχισε δρομαίως να βαδίζη επί της οδού της αγούσης εις την κώμην. Ότε προέβη πολλά βήματα, είδε συρροήν λαού, ανδρών, γυναικών και παίδων, αποφράττουσαν την δίοδον παρά τινα μάνδραν. Ετάχυνε το βήμα.

Το έθηκεν εις την πήραν, χωρίς να το περιεργασθή, διότι το συμπαθές φορτίον όπερ εβάσταζε δεν επέτρεπε αυτώ τούτο. Ετάχυνε γενναίως το βήμα, και εισήλθεν εις την σύνδενδρον και σκιεράν οδόν, την άγουσαν εις το χωρίον. Ότε προέβη αρκετήν οδόν, ήκουσεν αίφνης ποδοβολητόν ίππων ερχομένων όπισθέν του. Τα σιδηρά πέταλα αντήχουν επί του εδάφους και αι φωναί των ιππέων ηκούοντο.

Θεοκατάρατε! Ανεφώνησεν ακόμη μίαν φοράν η γραία, η σορός, απειλητικώτερον. Και ο γέρω-Μπαρέκος, αφού απεμακρύνθη έμφοβος, ετάχυνε κατόπιν το βήμα και έγεινεν άφαντος.