United States or Hungary ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έγεινε τότε . . . . . η φοβερά έφοδος, και μετά μικρόν πάταγος σιαγόνων συγκρουομένων διεδέχθη τους σιγήσαντας φθόγγους της ορχήστρας. Ότε ο πάταγος εκείνος εκόπασεν, ήκουσα τινάς σχολιάζοντας τα του δείπνου και παραπονουμένους, ότι οι κούρκοι δεν ήσαν αρκετά παχείς, ουδ' ο καμπανίτης λίαν άφθονος.

Όρμησαν όλοι διά μιας συνωθούμενοι και γρύζοντες επί τον σωρόν, και ο σωρός διεσκορπίσθη αμέσως εις σκύβαλα και εκάλυψε την οδόν, υπό τον τριγμόν των σιαγόνων και τον βρυγμόν των οδόντων του πειναλέου εκείνου σκυλολογίου. Ουδείς εξ αυτών εστρώθη κατά γης, διότι πού να ευρεθή εκεί τεμάχιον άξιον χρονιωτέρας ασχολίας και καθιστικής καταναλώσεως!

Ο νεκρός του ίππου δεν εφαίνετο πλέον. Εκεί όπου έκειτο, ουδέν άλλο έβλεπέ τις ή πυκνότερον σωρόν ποντικών έχοντα περίπου του πτώματος το σχήμα. Εκ του σωρού τούτου ανήρχετο παράδοξός τις ήχος ομοιάζων τον κροταλισμόν των πηρουνίων και των σιαγόνων κατά την ώραν του γεύματος εν τη αιθούση πολυανθρώπου ξενοδοχείου. Το συμπόσιον διήρκει από μιας ήδη ώρας.

Ο γέρων Οικονόμος έλυσε τον επίδεσμον και παρετήρησεν ότι έλειπον όλοι οι πρόσθιοι οδόντες του μπάρμπα Κώστα και εκ των δύο σιαγόνων. Και καταπνίγων θλίψιν τινα ενδόμυχον: — Δεν έχεις τίποτε, είπε. Μόνον πώς θα σ' έχουμε πλέον χωρίς δόντια. — Δόκθα θοι ο Θεός! Δόκθα θοι ο Θεός! — Πλην μη λυπήσαι· την θέσιν σου θα την έχης πάντοτε εις την Εκκλησίαν και εις την καρδίαν μου.

Οι θεαταί ηγείροντο από τας θέσεις των, τινές άφινον τα καθίσματά των και κατήρχοντο εις τας κατωτέρας σειράς διά να ίδωσι καλλίτερον και συνωθούντο και συνεθλίβοντο μέχρι θανάτου. Από καιρού εις καιρόν ηκούοντο απάνθρωποι φωναί· άλλοτε ανευφημίαι· άλλοτε βρυχηθμαί, γρυλλισμοί και κρότοι σιαγόνων και ουρλιάσματα κυνών· ενίοτε πάλιν ηκούοντο οιμωγαί και θρήνοι . . . .

Θα το εκυβέρνα δε ο Σκίνθαρος. Την επομένην το μεν κήτος είχεν ήδη τελείως αποθάνει• ημείς δε σύραντες το πλοίον το επεράσαμεν από τα διαστήματα των σιαγόνων• έπειτα το εδέσαμεν εις τα δόντια του κήτους και σιγά σιγά το κατεβάσαμεν εις την θάλασσαν.

Η οσμή του αίματος και των τεμαχισμένων εντοσθίων είχε καλύψει τα αρώματα της Αραβίας και επλήρου όλον τον ιππόδρομον. Τέλος, δεν εφαίνοντο πλέον ειμή εδώ και εκεί άνθρωποι γονυπετείς. Μετ' ολίγον και αυτοί κατεσπαράχθησαν εν κρότω αδηφάγων σιαγόνων και εν μέσω ολολυγμών.