Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025


Αν είχες δουλειά, να κοιτάξης, του λέει, πήγαινε τώρα, και τα λέμε άλλη φορά. — Ναι, κάτι θέλω να κοιτάξω, αποκρίνεται ο Μιχάλης. Το βράδυ έρχουμαι και τα λέμε. Κ' έτσι αφίνει το Δημήτρη, και παίρνει τον άλλο δρόμο ανάλαφρος και παρηγορημένος, σα να ξύπνησε από βραχνά φοβερό. — Σε ξέρω κ' έννοια σου, κακόμοιρε, μουρμούριζε ο Δημήτρης, όταν έμεινε μοναχός του.

Έπειτα αποκρίνεται τα ίδια μεγαλοφώνως και ο άλλος, ο όπισθεν αρχιστράτηγος· και όταν τελειώση ο ένας, άρχεται ο άλλος, έως που τελειώνει η παράταξις και περιήγησις του βασιλέως.

Αχ, παιδί μου, αποκρίνεται ο Δημήτρης αναστενάζοντας και στηλώνοντας στον τοίχο τα θολωμένα του μάτια, έπρεπε ή εσύ να γεννηθής πιο άντρας ή εγώ πιο παιδί. Τα ξέρω, μη μου τα λες. Διάβηκα και τάκουσα και τα καμάρωσα τα ξεφαντώματα ψες. Πιο καλλίτερα και πιο ταιριαστά για τους εχτρούς μας δεν μπορούσανε να γίνουνε. — Μα άκου δα πρώτα! Του την έστησα, που λες, μια μορφιά την παγίδα, και

Μα Πολίτης για πάντα, μου αποκρίνεται, και σύγκαιρα σκουντάει το πλευρό μου με ταγκωνάκι της. Μου ήρθε σαν είδος τρέλλα· έτσι να χυμίξω και να την πάρω στην αγκαλιά μου. Και θα τόκαμνα ίσως αυτό, μόνο που θάρρεψα πως μου φανερώθηκε άξαφνα η όψη της μάννας μου! Πάει αμέσως και τρέλλα κι ανατριχίλα!

Την αυγήν πάλιν την παρακαλεί να παύση, και αυτή του λέγει, ότι, αν δεν μου ειπής το τι είπεν ο γάιδαρος, εγώ δεν θέλω παύσει να κλαίω. Της αποκρίνεται ο άνδρας, ότι, αν σου το ειπώ, κινδυνεύει η ζωή μου. Και αυτή λέγει του, ας γίνη ότι γίνη, θέλω να το μάθω, ειδεμή από την λύπην μου και από το κλαύσιμον αρρωστώ και αποθνήσκω.

Αυτός εδώ όμως ο Πρωταγόρας είναι μεν ικανός να είπη μακρούς και ωραίους λόγους, καθώς αυτά που ηκούσαμεν ότι αποδεικνύουν, είναι δε ικανός και όταν ερωτηθή ν' αποκρίνεται σύντομα και όταν ερωτά να περιμένη και να δέχεται όπως πρέπει την απόκρισιν, τα οποία ολίγοι είναι εις κατάστασιν να κάμουν.

Μετά ταύτα προτείνει εις τον ήρωα να μεταβή πλησίον της φιλτάτης του, αντί να παραδίδηται ολομόναχος εις την διασκέδασιν εκείνην, «τ η ς ο π ο ί α ς τ ο ό ν ο μ α δ ε ν τ ο λ μ ά τ ι ς ν α π ρ ο φ έ ρ η ε ν ώ π ι ο ν τ ω ν σ ε μ ν ώ ν α ν θ ρ ώ π ω ν, ο ί τ ι ν ε ς δ ε ν δ ύ ν α ντ α ι ν α ζ ή σ ω σ ι ν ά ν ε υ α υ τ ή ς.» Αλλ’ ο Φάουστ αποποιείται τας προτάσεις του ονομάζων αυτόν «Μ α σ τ ρ ω π ό ν!» εκείνος όμως, αντί να δυσαρεστηθή διά τον τίτλον, αποκρίνεται γελών: «Το ευγενές τούτο επάγγελμα μ ε τ ή λ θ ε κ α ι ο Θ ε ό ς, ό σ τ ι ς π λ ά- σ α ς τ ο ν ά ν δ ρ α κ α ι τ η ν γ υ ν α ί κ α, π α ρ ε ί χ ε ν ε ι ς α υ τ ο ύ ς τ ό π ο ν κ α ι ε υ κ α ι ρ ί α ν ν α σ υ ν ε υ ρ ί σ κ ω ν τ α ι.»

Πάλι όμως ο Αθανάσιος αποκρίνεται πως αδύνατο πράμα γυρεύει ο Βασιλέας. Τα ίδια και δυνατώτερα μάλιστα του ξαναπάντησε σε δεύτερο φοβεριστικό γράμμα του Κωσταντίνου ο Αθανάσιος. Κ' έπρεπε έτσι, αφού ο Βασιλέας δεν ήθελε να το νοιώση. Βλέπει ο Κωνσταντίνος τέτοια δύναμη και τέτοια επιμονή, και με τον κοινό του νου συλλογιέται πως δίκιο πρέπει νάχη ο νέος Μητροπολίτης.

Μη σε μέλει δι' αυτό, λέγη ο Κατής, εγώ σου τάσσω κάθε καλόν αποτέλεσμα, πες μου μοναχά εις ποίον μαχαλά στέκει ο πατέρας σου, τι τέχνην κάνει, και πώς ονομάζεται, και άφησε να κάμω εγώ. Αυτός ονομάζεται Ουστά Ομάρ, του αποκρίνεται αυτή, και είναι βαφιάς και κατοικεί σιμά εις την αγοράν.

Ότε ο Μενέλαος τον ερωτά τι πάσχει, και ποία η νόσος του, αποκρίνεται: &Η σύνεσις, ότι σύνοιδα δείν' ειργασμένος. Πιεζόμενος υπό της ιδέας, υφ' ης και μόνης κατέχεται, περιπίπτει εις μανίαν αληθή. Η λέξις αύτη δεν εφαρμόζεται εις το ιερόν θάμβος του Ορέστου εν τη τραγωδία του Αισχύλου. Αλλ' ο του Ευριπίδου Ορέστης έχει καθ' εαυτό φρενολήπτου οπτασίας.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν