United States or Colombia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ιστάμενος επί της πρώρας ως επί πύργου, καμαρόνει την ταχείαν σκούναν πετώσαν μαλακά-μαλακά. Άνευ τιναγμών πλέον προηγείται δύο άλλων ιστιοφόρων μεγάλων, άτινα μας παρακολουθούσι μετά σπουδής ως να θέλουν κάτι να μας ειπούν. Αλλ' η σκούνα φεύγει, πετά. Από του ύψους ένθα ίσταμαι νομίζω ότι δεν άπτεται καν της θαλάσσης. Τόσον γλυκά πνέει, θαρρείς καιτα νύχια πατεί.

Αλλά έπειτα και τάλλο .. . δεν μου λέτε επί τίνι Δικαιώματι η Πύλη εις τον Βίκονσφηλδ αφίνει Ένα τόπον, ο οποίος φυσικώς δεν της ανήκει; Μήπως, κύριοι, διότι τάχα έκαμαν συνθήκη; Αλλά τότε ο Σουλτάνος με την μέθοδο αυτή Κάθε δίκαιον πατεί.

Της είχε πέσει το βουλοκέρι, το δε χρώμα της είχε γείνει κατάμαυρον αλλά εξηκολούθει να υπερηφανεύηται διά τα προτερήματά της. — Να έν αυγόν σπασμένον, εφώναξε το άλλο παιδί. Ας την βάλωμεν μέσα! — Οι τοίχοι κάτασπροι και εγώ μέσα μαύρη. Αυτό μου έρχεται, είπεν η σακκορράφα. θα φαντάζω καλά μέσα εις το αυγόν! Εκεί διά μιας το παιδί πατεί το αυγόν, και κρακ το σπάνει!

Εγώ, που είμαι σκοτεινός, το φως θα σας κρατήσω ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Όχι, Ρωμαίε μου καλέ· σε θέλω να χορεύσης. ΡΩΜΑΙΟΣ Αληθινά δεν ημπορώ. Σεις ελαφρά πατείτε με υποδήματα χορού κ' ευλύγιστην πατούνα, ενώ εμένα μου πατεί μολύβι την ψυχήν μου, κι ούτ' ημπορώ να κινηθώ απ' το πολύ το βάρος. ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Ερωτευμένε, τα πτερά του Έρωτος δανείσου, κι ανασηκώσου με αυτά, να ιδής πώς θα πετάξης.

Όλοιαυτό συμφώνησαν κ' εκείνον εμψυχόναν• κ' εμπήκαν έπειτα μαζήτο σπίτι τ' Οδυσσέα. Ουδ' άργησε πολύν καιρό να μάθ' η Πηνελόπη 675 όσα οι μνηστήρες μέσα τους βαθειά μηχανευόνταν• ο Μέδοντας ο κήρυκας της τα 'πε, οπού τα μέτρα, 'που έπλεκαν κείνοιτην αυλήν, είχ' έξωθεν ακούσει. και να το είπη εκίνησεν ευθύς της Πηνελόπης• και ως το κατώφλι αυτός πατεί του λέγ' η Πηνελόπη• 680

— 'Σ εσένα πέφτει ο κλήρος, παιδί μου Γιάννη, είπεν αποτεινόμενος προς τον Μπουκώσην. Σύρε να γεμίσης τα δυο σταμνιά, νάχης την ευκή του παπά μας, και σε καρτερούμε, δεν τρώμε... Πάρε και μια αναμμένη λαμπάδα να βλέπης στο δρόμο, και πάτει γερά, ώμορφα ώμορφα... να μη σπάσης τα σταμνιά, και το πάθης σαν το τραγούδι που λένε... και μας αφήσης κ' εμάς χωρίς νερό.

Το Μεσολόγγι έπεσε, και όλη κινδυνεύει Να πέση τώρα η Ελλάς· με την απελπισιά της Άγρια και με το φόβο της 'μερόνυχτα παλεύει. Το Μεσολόγγι το πατεί, το παίρνει ο Τούρκος τώρα· Ελάτε να του κλάψωμε την υστερνή του ώρα! Οι γέροντες, που με τους νηούς να παν' δεν ημπορούσαν, 'Σ το Μεσολόγγι απόμειναν.

Ο κλέφτης άνοιξε το πάτημά του, Πηδά χαλάσματα και λαγκαδιαίς, Πέρνει το λείψανοτην αγκαλιά του... Κάλλιοτην πλάτη του χίλιαις βολιαίς. Αγριοπρίναρα, παλούρια, βάτοι, Τη σάρκα τώτρωγαν, όθε διαβή. Το αίμα του έβαφε το μονοπάτι, Εμπρός τρισκότειδο, και πίσω εχθροί. 'Σ το χιόνι εβάλτονε το παλληκάρι, Τη γλώσσα τώφρυγε δίψα σκληρή, Νύχτα θεότυφλη χωρίς φεγγάρι Και δεν απόσταινε, πάντα πατεί.

Το ψηλό το κυπαρίσσι, που έβλεπε πίσω απ' το βουνό, το μεγάλο κάμπο, αποκρίθηκε: — Το χορτάρι που πατεί γίνεται κόκκινο απ' το αίμα των ποδαριών του μα περπατάει ακόμα. Ύστερα τον έχασε και το ψηλό το κυπαρίσσι, που έβλεπε το μακρυνό κάμπο. Και είπανε όλα τα δένδρα μαζή και τα λουλούδια κ' οι κύκνοι: — Τι να γίνεται το δυστυχισμένο το βασιλόπουλο!...

Κ' εγώ μ' εκείνην την πανούκλαν θα χρίσω το σπαθί μου, και άμεσον θα φέρη τον θάνατον, και αν μόνον ξώδερμα τον πάρω. Τι θόρυβος; Έρχεται ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Βασίλισσά μου, τι συμβαίνει; ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Μια συμφορά πατεί κατάφτερνα την άλλην, τόσο έρχονται γοργά. — Λαέρτ', η αδελφή σου επνίγη. ΛΑΕΡΤΗΣ Επνίγη! Ω! πού;