United States or Fiji ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο κλέφτης άνοιξε το πάτημά του, Πηδά χαλάσματα και λαγκαδιαίς, Πέρνει το λείψανοτην αγκαλιά του... Κάλλιοτην πλάτη του χίλιαις βολιαίς. Αγριοπρίναρα, παλούρια, βάτοι, Τη σάρκα τώτρωγαν, όθε διαβή. Το αίμα του έβαφε το μονοπάτι, Εμπρός τρισκότειδο, και πίσω εχθροί. 'Σ το χιόνι εβάλτονε το παλληκάρι, Τη γλώσσα τώφρυγε δίψα σκληρή, Νύχτα θεότυφλη χωρίς φεγγάρι Και δεν απόσταινε, πάντα πατεί.

Όταν άφησα το κατάρτι, το μπάρκο ήταν πολύ μακριά. Τόρα δεν έμοιαζε παρά με νυχτερίδα, της ερημιάς και των τάφων βασίλισσα, που σιγοπετά θεότυφλη μέσα σε χρυσορρόδινη ατμόσφαιρα. Κάπου άρχιζαν να ξανοίγουν τα θεμέλια τ' ουρανού, αργά όμως σαν να επάλαιβαν μεταξύ τους οι καιροί κ' έμενεν η Φύσις αναποφάσιστη ακόμη.

Και η Ξενιώ, αφ' ης στιγμής με την λάγηνον, ως θεότυφλη, έπεσεν επάνω εις την αγκαλιάν του καπετάν-Μοναχάκη, τον είχεν αγαπήσει. Αυτός ήτανε, είπεν.

Και πάλιν αίφνης ιδού, ω τεραστία απόλαυσις! η πρύμνη ανέρχεται υψηλά, μετέωρος, να πετάξη, θαρρείς, προς τάστρα, ενώ ήδη η πρώρα βυθίζεται κάτω κατά του κύματος εμπήγουσα ως φάσγανον μέγα τον αρειμάνιον θαλασσομάχον της εις την καρδίαν του πόντου, να τον φονεύση εκεί, και ανοίγουσα δρόμον προχωρεί, πολεμιστής αγαθός, με τα μούτρα ορμώσα, τυφλή θεότυφλη, αψηφούσα τον θάνατον.

Χάρη νάχης τον Άη Γιάνη, που πήγα και λειτουργήθηκα σήμερις, και δεν ξεχυμίζω μαθές τώρα με τα νύχια μου να τα χύσω τα μάτια σου που η γλώσσα σου νισάφι δεν έχει. Περμ. Και δεν κοιτάζεις, θεότυφλη, να τηνε δης την κοπέλλα στο παραθύρι της εκειδά, που στέκεται ολομόναχη; Πιπ.