Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025


Γιατί από τότε που λείπει ο Τριστάνος είναι ξαπλωμένος κει κάτω μέσ' την καλύβα του κι' όποιος τον πλησιάση του ρίχνεται, Βραγγίνα, φέρε μου τον εδώ. Η Βραγγίνα τον φέρνει. «Έλα δω, Χουσδάν, λέει ο Τριστάνος. Ήσουν δικός μου, σε ξαναπέρνω».

Επτά δε ημέρας μετά τον θάνατόν της ήμουν ξαπλωμένος εδώ, όπως τώρα, και διά να εύρω κάποιαν παρηγορίαν εις την θλίψίν μου, εδιάβαζα ησύχως το περί αθανασίας της ψυχής βιβλίον του Πλάτωνος.

Ήρθε το ηλιοβασίλεμα και η γαλαζορόδινη θάλασσα, ζωντανή, αισθαντική, χαδιάρα, κούραζε πιο πολύ ακόμη το Ρένα. — Νάμαι ξαπλωμένος στη στεριά! στέναξε. — Κι' ούτε να τη βλέπω στα μάτια μου τη θάλασσα, έκανε σαν απήχηση η φωνή κάποιου ναύτη δίπλα του. Ώμορφες οι σημαίες των ολόγυρα καραβιών ανακατεύανε το χρώμα τους με το χρώμα τ' ουρανού και της θάλασσας.

Κι εμείς χορέψαμε όταν είχαμε φτερά στα πόδια. Και τώρα τι κάνετε, κυρά μου;» Η ντόνα Έστερ έκλαιγε από χαρά, αλλά προσποιήθηκε ότι φταρνιζόταν. «Σαν πιπέρι είναι το ταμπάκο σας, παπα-Πασκά!» Ο πιο ευτυχισμένος από όλους ήταν ο Έφις. Ξαπλωμένος πάνω σ’ ένα σωρό χόρτα, μέσα σε ένα από τα άδεια κελιά, του φαινόταν ακόμη πως χόρευε και θαύμαζε τον Τζατσίντο.

Από το ένα καλάμι στο άλλο επάνω στο λόφο τα σύννεφα του Μάη περνούσαν λευκά και απαλά σαν γυναικεία πέπλα. Εκείνος κοίταζε τον καταγάλανο ουρανό και του φαινόταν πως ήταν ξαπλωμένος σ’ ένα όμορφο κρεβάτι με μεταξωτά σκεπάσματα.

Όσο κι αν είταν ο Μονοφυσιτισμός ξαπλωμένος σε Ασία και σε Αφρική, στην Πρωτεύουσα όμως και στα περίχωρα της δεν έπιανε η βαφή του, και πρώτος πρώτος ο Πατριάρχης ο Ακάκιος διαμαρτυρήθηκε για την εγκύκλιο.

Κ' η φωνή της είχε έναν τόνο, σα να ήθελε να με μαλλώση, που δεν την ένοιωσα. — Ναι, ναι, είπα. Και χωρίς να νοιώθω τι έτρεχε μέσα πήγα κ' είδα το Σβεν να με κοιτάζη από το κρεββάτι μου, όπου είτανε ξαπλωμένος. — Δε γνωρίζεις τον μπαμπά, Σβεν; — Ναι, είπε ο μικρός με ξαφνισμένη φωνή. Δεν μπορούσε να νοιώση γιατί όλοι οι μεγάλοι είτανε τόσο ανήσυχοι.

Κ' αυτός ξαπλωμένος σε καθαρό, μεντέρι, αφέντης κοντάτην φωτιά, με τα παιδιά του γύρω, ν' απλώσητην τσέπην του και να δώσητα παιδάκια ένα ασημένιο, για το καλό. Και να τον καμαρόνη η γυναίκα του, και να τον θαυμάζουν τα παιδιά του . . .

Φέραμε το κρεββάτι του Σβεν στην κάμαρα με τη βεράντα για να μπορή νακούη από το ανοιχτό παράθυρο τα πουλιά που κελαδούσαν και τους ανέμους που σφυρίζανε. Εκεί είταν ξαπλωμένος στο λευκό κρεββατάκι του κι όταν σήκωνε τα μάτια, το έκανε περιμένοντας να τον φιλήσουν ή κινούσε ήσυχα τα μικρά, αδυνατισμένα χέρια και τότε σκύβαμε απάνω του γιατί ξέραμε πως ήθελε να μας χαδέψη.

Και κανένας πια δε χώρισε τον βασιλέα απ' τη βασίλισσα.... Αυτή είναι η θλιβερή η ιστορία της βοσκοπούλας με τα μαργαριτάρια, που μοιάζει σαν παραμύθι και παραμύθι δεν είναι. Ξαπλωμένος στον ήσκιο μιας καρυδιάς, μέσα στην άψη του Θεριστή, την άκουσα βαθιά στο κατάχνιασμά μου. Η φωνή που μου την ανιστόρησε ήτανε γλυκεία, μακρυνή και σβυσμένη.

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν