Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025


Όταν μ' εκούραζεν η ανάγνωσις ή μάλλον η έντασις της συγκινήσεως, συνεπαίζαμεν με την Σεμίραν, ή εμοιράζαμεν αδελφικώς κουραμπιέν, τσουρέκι, χριστόψωμον ή άλλο φιλοδώρημα της καλής μου κηδεμόνος, και η αγρυπνία παρετείνετο πολλάκις μέχρις ου αντήχει το άσμα των σαλεπιτζήδων, των πετεινών, των λαχανοφόρων γαϊδάρων και των άλλων προδρόμων της ροδοδακτύλου Ηούς.

Και πολλοί εκ των παρημελημένων ανθρώπων, βασανιζόμενοι από άπαυστον δίψαν, έπιπτον εις τα φρέατα· η δίψα δε εκείνη, είτε έπινον ολίγον είτε έπινον πολύ, έμενεν η αυτή. Η αέναος ταραχή και η αγρυπνία εβάρυνεν αυτούς.

Η στέρησι και η αγρυπνιά με είχαν κάμη να λυώσω σαν το κερί. Είχα καταντήση ο μισός και δεν ήμουν πλιά καλός ούτε για χαμάλης. Η δυστυχία με είχε κάμη και ταπεινό. Σιγά-σιγά, και με καλό τρόπο, για να μη θυμώση άρχισα να του αραδιάζω όσα είχα να του πω. Αυτός όμως εξακολουθούσε να προσέχη πολύ περισσότερο εις τα παιγνίδια του γάτου παρά τα δικά μου λόγια. Τότε μ'επήρεν ο θυμός.

Κι’ είχε το δύσκολο γκρεμό, τ’ απάτητο το σπήλιο, Που βρίσκονταν το ποθητό Βοτάνι της Αγάπης, Για φύλακα του έχοντας και για περιοχή του Τη δύσκολη κακοτοπιά, του Δράκου την αγρύπνια.

Εδώ και λίγο καιρό έχω συνέχεια πονοκέφαλο και ο πόνος και η αγρύπνια με κατάντησαν έτσι, χούφταλο, καμπούρα, λες και με ρούφηξε ο βρικόλακας.» «Είναι δίκαιο!», σκέφτηκε ο Έφις, αλλά δεν το είπε. «Είναι ένας διαολεμένος πόνος, ο πονοκέφαλος, Έφις μου.

Μακράν, προς δυσμάς, εφαίνοντο φώτα εις τον ναΐσκον της Αγίας Κυριακής, όπου θα είχεν αρχίσει ως έγγιστα η αγρυπνία. Το μονοπάτι εκατηφόριζε αποτόμως προς το μέρος εκείνο, καθώς εξήλθον από τον ναΐσκον του Αγίου, κ' έβαινον εγγύτατα εις τον αιγιαλόν. Είτα ανήρχετο πάλιν, κ' ανηφόριζε πλαγινά βαθμηδόν βαίνον προς την είσοδον του Καστριού, εις την γέφυραν.

Ο βασιλιάς ο άνδρας της την έβλεπε και του καιγότανε η καρδιά του. Έφερε όλους τους γιατρούς και τους μάγους του βασιλείου, μα κανένας δεν μπόρεσε να την γιατρέψη. Κ' η βασίλισσα έκλαιγε μερόνυχτα και τα μάτια της είχαν μαραθή από τον πόνο και την αγρύπνια. Η βασίλισσα καθότανε όλη την ήμερα μέσα στο μεγάλο περιβόλι του παλατιού κ' έκλαιγε τον πόνο της.

Αφού το μικρόν εβαπτίσθη, και ωνομάσθη Χαδούλα, με τ' όνομα της μάμμης τουτο οποίον έκαμεν εκείνην να μορφάζη σείουσα την κεφαλήν, και να ψιθυρίζη «μην τύχη και χαθή τ' όνομα!» — πάλιν η γραία ηγρύπνει, αν και το μωρόν εφαίνετο να είναι οπωσούν καλλίτερα. Άλλως η αγρυπνία ήτο εν τη φύσει και τη ιδιοσυγκρασία της Φραγκογιαννούς, ήτις εσκέπτετο χίλια πράγματα, και είχε τον ύπνον δύσκολον.

Σε τρεις ώρες μέσα ρουθούνι δεν έμεινε από τους ταλαίπωρους εκείνους, κι όχι άντρες μονάχα, παρά και γέροι και γυναικόπαιδα. Μήτε το πρόσωπό του να δη του Θεοδοσίου ο μεγάλος ο Αμπρόσιος σαν την άκουσε αυτή τη σφαγή. Τούγραψε γράμμα και του παράστησε την τρομερή αμαρτία που έπραξε, παρακινώντας τονέ να ξεπλύνη την κολασμένη ψυχή του με δέηση, με νηστεία και μ' αγρύπνια.

Μοναχός σου ήλθες; πού είνε η μάννα μου; — Στην Παναγιά. — Στην Παναγιά; Κ' ο Αγαλλάκης; — Κι' ο Αγαλλάκης μαζί. Κάνουν αγρυπνία. — Αγρυπνία; — Να, ολονυχτιά. — Ποιος την κάνει; — Κάτι νεοφερμένοι καλόγεροι. — Καλόγεροι; — Να, άνθρωποι με ράσα. — Απ' το μοναστήρι ήλθαν; — Όχι, είνε άλλοι. Ήλθαν τώρα γρήγορα. Κάθονται στον ·Άι- Θανάση. — Στον Άι-Θανάση; — Ναι. Πλειότερα δεν ξέρω.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν