Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Ιουνίου 2025


Την επιούσαν η θέρμη επανήλθε σφοδροτέρα, και υπό του σκληρού του βηχός έτι μάλλον ηνωχλήθη. Ολόκληρον την κωμόπολιν κατετάραξεν η ασθένεια αύτη του αγαθού γέροντος. Οι δε προεστώτες, βλέποντες την χειροτέρευσιν του ασθενούς, έστειλαν αμέσως εις Ιωάννινα έφιππον, διά να προσκαλέσωσιν εκείθεν τον επιστήμονα και ευυπόληπτον ιατρόν Ι. Τ.

Το ευτελές όπλον ενός ασήμου ενωμοτάρχου ενίκησε το εξακουστόν όπλον του γέροντος Χειμάρρα, όπως εις το παραμύθι συμβαίνει ο λεπρός βουκόλος να νικά τον ανδρειωμένον της Γκιόνας. — Ά-χούχα!. . .

Ποιο κεφαλαίς περσότεραις σκληρά να πρωταρπάξη, Για να ταις βάλη επανωταίς να χτίσει πυραμίδα Ποιο δέρνει τους συντρόφους του με σκοτωμένου χέρι. Εισελθόντος δε εις την αυλήν τυφλού γέροντος να ζητήση ελεημοσύνης, ρίπτουσι τα λυκόπουλα ταύτα εις την τρέμουσαν εκ του ψύχους παλάμην του αναμμένον άνθρακα και τεμάχιον πτώματος, Και τόνε διώχνουν σκούζωντας: «Ψήσε το να χορτάσης!

Έπειτα έφθασαν άλλοι μαθηταί και εθρήνησαν, άλλοτε μεν όλοι ομού, όπως ο Θεός των ουρανίων στρατιών τους ακούση ευκολώτερον, άλλοτε δε οι μεν μετά τους δε. Η ανάμνησις των φρικαλέων εκείνων στιγμών απέσπα ακόμη δάκρυα από τους οφθαλμούς του γέροντος. Ο Βινίκιος διενοήθη: «Ο άνθρωπος ούτος λέγει την αλήθειαν

Λέγουν ότι, όταν ο Θεοδώριχος διέταξε τον φόνον του Συμμάχου, εβασανίζετο «και τέλος παρεφρόνησεν από το φάντασμα του τεθνεώτος γέροντος, επιφαινόμενον αυτώ όναρ και ύπαρ· ουδ' ηδύνατο άλλως να έχη το πράγμα ως προς τον Ηρώδην τον Αντίπαν. «Εν μέσω των τρυφώντων η κεφαλή του νηστεύοντος παρετέθη». Επί της τραπέζης του συμποσίου του εκομίσθη η κεφαλή ανδρός τον οποίον, εις τα βάθη της ψυχής του ησθάνετο άγιον και δίκαιον· και είχεν ιδεί, με την επίσημον αγωνίαν του θανάτου αποτυπωμένην ακόμη επ' αυτών, τους αυστηρούς χαρακτήρας εφ' ους πολλάκις μετά φόβου είχε προσβλέψει· «Σιγάν σου μεν την γλώσσαν υπέλαβεν ο Ηρώδης· η δε, και σίγησα, πλέον ελέγχει». Δεν εξήρχετο ο έλεγχος από τα παγωμένα εκείνα χείλη, μεγαλοφωνότερον ακόμη και τρομερώτερον, ή όταν εκείνος έζη; Μη οι τόνοι οίτινες επρόφεραν, «Ουκ έξεστί σοι έχειν αυτήν», επάγωσαν εις σιωπήν, ή εφαίνοντο να εξέρχωνται μεθ' υπερφυούς θερμότητος από των ψυχρών χειλέων; Εάν δεν ατώμεθα, η αποτετμημένη εκείνη κεφαλή σπανίως έλειπεν από τούδε από της τεταραγμένης φαντασίας του Ηρώδου μέχρι της ημέρας του θανάτου του.

Την επιούσαν ο Θωμάς ευρίσκετο εις την αυτήν θέσιν και εξηκολούθει να πλέκη. Αι ημέραι παρήρχοντο και έγιναν εβδομάδες, το δε τουρλωτόν φέσι του επιφόβου γέροντος εφαίνετο καρφωμένον εκεί, όπως τα φόβητρα τα οποία απομακρύνουν από τους λαχανοκήπους τα πτηνά και τα ζώα. Και την Πηγήν σπανίως και μακρόθεν έβλεπεν, εις το παράθυρον και όταν μετέβαινεν εις την βρύσιν ή τον εσπερινόν.

Αλλά τώρα πάρε με όσον το δυνατόν γρηγορώτερα απ' εδώ μήπως με προφθάση ο σύζυγος μου επιστρέφων, ή μη μάθη ο Πηλεύς ότι άφησα το σπίτι του παιδιού του και μας καταδιώξη με τα γρήγορα άλογά του. ΟΡΕΣΤΗΣ Μη φοβείσαι το χέρι ενός γέροντος• ούτε τον υιόν του Αχιλλέως μη φοβηθής, που με ύβρισε.

Αληθώς, εξ όλων των μέχρι τούδε παρουσιασθέντων μνηστήρων ο Κ. Πλατέας εφαίνετο ο ολιγώτερον γαμβροπρεπής και ως προς την ηλικίαν και ως προς τα λοιπά προσόντα, αλλά τούτο δεν εβάρυνε πολύ κατ' εκείνην την στιγμήν εις τας σκέψεις του γέροντος. Εσκέφθη μόνον καθ' εαυτόν; «Και αυτός ακόμηΑναβλέψας δε προς τον Κ. Πλατέαν,

Βήξιμον γέροντος ήλθεν από τα πρόθυρα της οικίας, έπειτα εφάνη εισερχόμενον διά της θύρας μακρόν ξύλον και μετά μίαν στιγμήν ενεφανίσθη και η φέσα του Θωμά, ήτις είχε χάσει ολίγον την ακαμψίαν της εκ της προστριβής εις το ξύλον. Συγχρόνως ηκούσθη η φωνή του γέροντος καλούντος την θυγατέρα του: — Μωρή Πηγιό, έλα να μου βουηθήξης.

Περί την δύσιν της ημέρας εκείνης έδυσε και ο βίος του αγαθού γέροντος. Η δε ψυχή του, εξαγιασθείσα διά της θρησκείας και της αρετής, αφήκε τα γήινα δεσμά της, και αγαλλομένη επανήλθεν εις τας αγκάλας του Πλάστου.

Λέξη Της Ημέρας

στάθη

Άλλοι Ψάχνουν