United States or Guyana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και στου Πριάμου φτάνοντας βρήκε φωνή και κλάμα. 160 Γύρω στο γέρο στην αβλή οι γιοι του καθισμένοι πικρά με δάκρια μούσκεβαν τα ρούχα τους, κι' ο γέρος στη μέση κάθουνταν, βαθιά χωμένος μες στην κάπα, κι' είχε κεφάλι και λαιμό σωρούς σβουνιά γιομάτο που με τα χέρια απάνου του πετούσε σαν κυλιούνταν. 165 Στον πύργο μέσα οι κόρες του κι' οι νύφες ξεφωνούσαν απ' των αντρών τους τον καημό, που τόσοι και λεβέντες στον Άδη πήγανε απ' οχτρών κοντάρια σκοτωμένοι.

εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· «Βουκόλε, αφ' ούτε ανόητος ούτε αγενής συ δείχνεις, κ' εγώ βλέπ' ότ' η σύνεσις ταις φρέναις σου φωτίζει, άκου τι λέγω και φρικτόν όρκον ομόνω ακόμη· μάρτυς μου ο Δίας ύψιστος, το ξενικό τραπέζι 230 και η γωνία, 'πώφθασα, του άπταιστου Οδυσσέα, συ δω θα ήσαι και άσφαλτα θα φθάσ' ο Οδυσσέας, και με τα μάτια σου θα ιδής, αν θέλης, τους μνηστήραις, 'που ηγεμονεύουν τώρα εδώ, να πέφτουν σκοτωμένοι».

Και τα μηνύματά μας από την Αγγλίαν έρχονται αργά· και πλέον αίσθησιν δεν έχουν τ' αυτιά, 'πού έμελλαν από μας ν' ακούσουν ότι κατά την προσταγήν του σκοτωμένοι έπεσαν ο Ροζενκράς και ο Γυιλδενστέρνης· τώρα ποίος θα μας ευχαριστήση;

Με αυτό και μάνα, και πατέρας, και ο Τυβάλτης, και εγώ, και ο Ρωμαίος κι’ όλοι, όλοι μου φαίνονται νεκροί, και όλοι σκοτωμένοι! Εξωρισμένος! Θάνατος η λέξις είναι τούτη! ω! Θάνατος αμέτρητος κι’ οπού δεν έχει άκρην! λόγια δεν έχει τον καϋμόν αυτόν να τον εκφράζουν.... — Πού είναι ο πατέρας μου; η μάνα μου πού είναι; ΠΑΡΑΜΑΝΑ Εις του Τυβάλτη τον νεκρόν μοιρολογούν και κλαίουν.

Τον ηύρε καίριον εις τον λαιμόν, και τον αφήκεν εις τον τόπον. Μετά δυο ημέρας οι σκοτωμένοι, πέντε ή έξ τον αριθμόν, εκομίζοντο εις Αθήνας. Εις το πρόσωπον του νέου εκείνου όλοι οι φρικώδεις περίεργοι είδον εντυπωμένον, πιστωμένον τον γέλωτα. Ούτ' επρόφθασεν, ο ευτυχής άνθρωπος, να αισθανθή την πικρίαν του βέλους, αλλ' ο θάνατος του ήλθε μυστηριώδης, γλυκύς, προ της αλγηδόνος.

Όταν πεθάνουν με το χέρι ο ένας του άλλου σκοτωμένοι και πιούν τα χώματα της γης μαυρόπηχτο το αίμα της πληγής, το κρίμα των ποιος θενά καθαρίση; Ποιος να τους λούση θα θελήση; Ω νέες των σπιτιών τους συμφορές, που σ’ ένα σμίγετε με τις παλιές!