United States or Portugal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και σαν τους είδε, χάρηκε ο πρωτοκαπετάνιος, 255 κι αμέσως είπε φιλικά του Δομενιά δυο λόγια «Εσένα απ' όλους, Δομενιά, τους Αχαιούς πιο πρώτα στον πόλεμο εγώ σε τιμώ και στις δουλιές τις άλλες, και στο τραπέζι όταν κρασί αρχοντικό φλογάτο οι προεστοί νερώνουμε μες στο βαθύ κροντήρι. 260 Ναι μεν, κι' οι άλλοι πρόκριτοι θα πιουν το ταχτικό τους, μα εσένα πάντα ξέχειλο σου στέκει το ποτήρι, σαν το δικό μου, για να πιεις άμα ορεχτεί η καρδιά σου.

Έπειτα, επειδή τους έφεραν εις αμηχανίαν και τους εξήλεγχον οι οπαδοί μου, εξωργίζοντο και συνωμότουν εναντίον αυτών και επί τέλους τους κατεμήνυον εις τα δικαστήρια και τους κατεδίκαζον να πίουν το κώνειον.

Μα άσε να φαννα πιούν και μιαμες στο καραβοστάσι 160 τα παλικάρια μας· τι αφτό δίνει ζωή και θάρρος. Γιατί όλη μέρα πιος μπορεί ως να βουτήξει ο ήλιος στήθια με στήθια αφάγωτος να πολεμάει στον κάμπο; Τι ακόμα κι' αν απόφαση το κάνεις, μα βαραίνουν τα μέλη σου όμως άνιωθα και σε λιγώνει η πείνα, 165 σε κόβει η δίψα, σου λυγάει σα ροβολάς το γόνα.

Απάντησ' ο χοιροβοσκός, ο άρχος των ανθρώπων• «Ξένε, τούτ' όλα θα σου ειπώ• ακόμ' είν' ο Λαέρτης εις την ζωήν, αλλ' εύχεται παντοτινάτον Δίατο σπίτι αυτού να εσβύνονταν η άχαρη ζωή του. για τον ξενιτεμμένον του υιόν βαρυστενάζει, 355 για την χρηστήν του σύντροφο, και ο θάνατος εκείνης εξόχως τον ελύπησε, κ' εγέρασε προ ώρας• άπ' το μαράζι εσβύσθηκε του ποθητού παιδιού της κείνη με θάνατον φρικτόν, 'που όμοιον να μη λάβη κανείς εγκάτοικος εδώ καλόπρακτός μου φίλος. 360 και όσον εκείνη εσώζονταν, μ' όσην και αν είχε θλίψι, μ' άρεγε ακόμη να ερευνώ, και να ζητώ να μάθω• τι μ' είχεν αναστήσει αυτή μαζή με την ωραία κόρη της υστερόγενη πλατύπεπλη Κτιμένη. ομού μ' αυτήν μ' ανάτρεφε, κ' ίσια σχεδόν μ' ετίμα. 365 και ότε και οι δύο φθάσαμετην ποθητή νεότη, κείνηντην Σάμην έδωκαν, κ' έλαβαν μύρια δώρα. εμέ κατόπιν ένδυσε χλαμύδα και χιτώνα, πολύ λαμπρά φορέματα, κ' επόδεσέ μ' εκείνη, καιτον αγρό μ' απόστειλε, και πάντοτε μ' αγάπα. 370 κείνα μου λείπουν τώρ', αλλά το έργο αυτό 'που κάμνω, μου το ευλογούν οι αθάνατοι, ως βλέπεις, και από τούτα έφαγα κ' έπια, κ' έδωσα των σεβαστών ανθρώπων. και απ' την κυρία τι γλυκόν, λόγον είτ' έργο, πλέον δεν βλέπουμεν, αφού 'πεσετο σπίτ' η δυστυχία, 375 οι αυθάδεις άνδρες• και πολλήν έχουν οι δούλοι ανάγκη, με την κυρία να ομιλούν, τα πράγματα να μάθουν, να φαν, να πιουν, μετέπειτα να παίρνουντον αγρό τους και απ' αυτά, 'που την ψυχή των δούλων θεραπεύουν».

Θα ήτο μακρόν να διηγηθώ τι συμβαίνει εις τους παίδας, άμα πίουν εκ της πηγής, και ποίας τρέλλας κάμνουν οι άνδρες οι κατεχόμενοι υπό του Πανικού ενθουσιασμού• αλλ' εκείνα τα οποία πράττουν οι γέροντες όταν μεθύσουν εκ του νερού εκείνου δεν είνε άκαιρον να τ' αναφέρω.

Ποιος βλέπει το ρουμπίνι του και δε θαμπώνεται; Ποιος το βάνει στα χείλη και δεν ανασταίνεται; Μα τήρα τι οργή Θεού! Το κρασί λίγοι το ξέρουν στο χωριό κι ακόμα λιγώτεροι το πίνουν. Αν ήταν ξύδι θ' ανέβαιναν να το πιουν και ν' ακριβοπληρώσουν. Για τούτο, τίποτα. Η Ελπίδα το τρυγά, το ρίχνει στα βαρέλια της και προσμένει ολοχρονικής τους γλεντζέδες. Μα δεν έρχεται κανείς.

Γιατί τέτοια είναι η δύναμί του: κείνοι που θα πιούν μαζύ, θ' αγαπηθούν με όλες της αισθήσεις τους και όλη τους την ψυχή, πάντα, στη ζωή και στο θάνατο». Η Βραγγίνα υπεσχέθη στη Βασίλισσα ότι θάκανε κατά το θέλημά της. Το καράβι έσχιζε τα βαθειά κύματα κ' έφερνε μακρυά την Ιζόλδη. Αλλά όσο έφευγε μακρύτερα από την Ιρλανδική γη, τόσο θλιβερώτερα θρηνούσε η τρυφερή κόρη.

Όταν πεθάνουν με το χέρι ο ένας του άλλου σκοτωμένοι και πιούν τα χώματα της γης μαυρόπηχτο το αίμα της πληγής, το κρίμα των ποιος θενά καθαρίση; Ποιος να τους λούση θα θελήση; Ω νέες των σπιτιών τους συμφορές, που σ’ ένα σμίγετε με τις παλιές!

Κι' αφτός τους είπε στους θεούς να δεηθούνε, σ' όλους 240 με την αράδα· τι πολλές είχαν να πιούν φαρμάκια. Όμως σαν ήρθε στο λαμπρό τον πύργο του Πριάμου, φτιασμένο με διο λιακωτά καλοπελεκημένα

Διότι και αυτοί, επειδή δεν ημπορούν, την ώραν του φαγοποτιού ν' ανταλλάξουν αυτοπροσώπως ομιλίας μεταξύ των, μήτε με την ιδικήν των φωνήν και τας ιδικάς των λέξεις, εξ αιτίας της αμαθείας των αποδίδουν τιμήν εις τας γυναίκας που παίζουν την φλογέρα, και έτσι ενοικιάζουν ακριβά ξένην φωνήν, την φωνήν δηλαδή της φλογέρας, και μ' εκείνην την φωνήν κατορθώνουν να κάμουν συναναστροφήν μεταξύ των· όπου όμως υπάρχουν ενάρετοι και πεπαιδευμένοι σύντροφοι εις το φαγοπότι, δεν είναι δυνατόν να ίδης εκεί γυναίκας να παίζουν φλογέρας ή να χορεύουν ή να ψάλλουν, αλλ' αυτοί οι ίδιοι είναι ικανοί να συνδιαλεχθούν αναμεταξύ των χωρίς τας φλυαρίας και τα παιγνίδια με την ιδικήν των φωνήν, ομιλούντες και ακροαζόμενοι καθένας με την σειράν του με τάξιν, ακόμη και παρά πολύ κρασί αν πίουν.