Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025


Αυτός ο γέρος, αφού κάθησε κοντά τους, έτσι τους μίλησε: — Εγώ παιδιά μου, είμαι ο γέρο Φιλητάς, που πολλά τραγούδια τραγούδησα σ' αυτές εδώ τις Νύμφες και πολλές φορές για χάρη εκείνου εκεί του Πάνα έπαιξα το σουραύλι· κι ωδήγησα μεγάλο κοπάδι βοϊδιών μονάχα με τη μουσική. Κ' ήλθα τώρα να σας φανερώσω όσα είδα και να σας ειπώ όσα άκουσα.

Κι αφού είπεν αυτά έκλαψε ο Δάφνης κ' έφερε τους χωριανούς σε μεγάλη ψυχοπόνεση, ως που ο Φιλητάς ο κριτής ορκιζότανε στον Πάνα και στις Νύμφες, ότι δεν έκανε κανένα άδικο ο Δάφνης μα μήτε και τα γίδια του, παρά ο άνεμος κ' η θάλασσα, που άλλους έχουνε για κριτάδες τους.

Αφού κι άλλα πολλά κι όλα ερωτιάρικα είδα κ' εθαύμασα, μου γεννήθηκε πιθυμιά ναντιγράψω τη ζωγραφιά. Κι αφού εζήτησα εξηγητή της εικόνας, έγραψα τέσσερα βιβλία, τάμα στον Έρωτα, στις Νύμφες και στον Πάνα κι απόχτημα ευχάριστο για όλους τους ανθρώπους, που και τον άρρωστο θα γιατρέψη και το λυπημένο θα παρηγορήση και τον ερωτευμένο θα τον κάνη να θυμηθή και τον ανερώτευτο θα διδάξη.

Ω σεις, Νεφέλες πολυτιμημένες, εδώαυτόν ελάτε να δειχθήτε, είτε στης ιερές και χιονισμένες της κορυφές του Ολύμπου κατοικείτε, — ή με της Νύμφες στήνετε χορό στους κήπους του Ωκεανού πατέρα, — είτε στο Νείλο βγάζετ' εκεί πέρα με της χρυσές υδρίες σας νερό—, ή στη Μαιώτι λίμνη κατοικείτε, — του Μίμαντος την πέτρα την ψυχράακούστε τη θυσία, και δεχθήτε ευχάριστα τα λόγια τα ιερά.

Και σαν πέρασαν λίγες μέρες τ' αμπέλια είχανε τρυγηθή κι ο μούστος ήτανε στα βαρέλια· κ' επειδή δεν εχρειάζονταν πια πολλά χέρια, έφερναν τα κοπάδια στον κάμπο· κι όλο χαρά προσκυνούσανε τις Νύμφες, φέρνοντας στη χάρη τους σταφύλια επάνω στις κληματόβεργες, σαν χαρίσματα από τον τρύγο.

Και καθώς λοιπόν όλα ήτανε στην όμορφη ώρα τους, κι' αυτοί, σαν τρυφεροί και νέοι που ήταν, εμιμούνταν όσα άκουαν κ' έβλεπαν. Ακούοντας τα πουλιά να κελαδούν, τραγουδούσαν· βλέποντας ταρνιά να χοροπηδούν, αλαφροπηδούσαν· και κάνοντας τις μέλισσες, σύναζαν τάνθη· κι' απ' αυτά άλλα τάβαναν στα στήθια τους κι' άλλα, πλέκοντάς τα στεφανάκια, τα πήγαιναν στις Νύμφες.

Αυτά αφού είπαν εκείνες, εφύγανε μαζί με τη νύχτα· κι όταν ξημέρωσε σηκώθηκε ο Δάφνης πασίχαρος κ' έφερνε με δυνατά σφυρίγματα τα γίδια στη βοσκή· κι αφού εφίλησε τη Χλόη κ' επροσκύνησε τις Νύμφες, κατέβηκε στη θάλασσα, σαν νάθελε να πλυθή με θαλασσινό νερό· κι απάνω στον άμμο, κοντά στην ακρογιαλιά, περπατούσε ζητώντας τις τρεις χιλιάδες δραχμές.

Και δε σταμάτησαν παρά αφού τους έβγαλαν έξω από τα σύνορά τους σ' άλλα χτήματα. Κ' ενώ εκείνοι εκυνηγούσαν τους Μεθυμνιώτες, η Χλόη με πολλήν ησυχία φέρνει το Δάφνη στις Νύμφες και του πλένει το ματωμένο πρόσωπο, επειδή είχανε σπάσει τα ρουθούνια του από κάποιο χτύπημα, και βγάζοντας από το ταγάρι της ένα κομμάτι ψωμί και τυρί του δίνει να φάη.

Ήτανε κοντά ώρα της αγογιοματινής βοσκής κι ο Δάφνης, αφού ανάντεψε από ψηλή ραχούλα τα κοπάδια και τη Χλόη κ' εφώναξε δυνατά «ώ Νύμφες και Πάναέτρεξε κάτου στον κάμπο· και σαν αγκάλιασε τη Χλόη και λιγοψύχησε έπεσε χάμω.

Ο Δάφνης λοιπόν, αφού εγέλασε γλυκά, την εφίλησε πιο γλυκά και της εφόρεσε το στεφάνι από τους μενεξέδες, άρχισε να της λέη το παραμύθι της Ηχώς, αφού της εζήτησε, άμα της το μάθη, για πλερωμή δέκα φιλιά: 23. — Νύμφες, αγάπη μου, είναι πολλές: Μελικές, Δρυάδες και Έλειες· όλες όμορφες, όλες τραγουδίστρες· και μια απ' αυτές εγέννησε κόρη την Ηχώ· θνητή, επειδή ήταν από πατέρα θνητό· όμορφη, επειδή ήταν από μητέρα όμορφη.

Λέξη Της Ημέρας

βουλιάξω

Άλλοι Ψάχνουν