Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 29 Ιουνίου 2025
Τότε ο Σατανάς εσυμβούλευσε πάλιν τον Παππά-Βουλέτην, επειδή τον κυρίεψε παντάπασι ο μεγαλύτερος Παππάς, και αυτός με την πρόφαση νανακαινίση τον ναόν εκ βάθρων ασβέστωσε τας Αγίας Εικόνας- -Χριστέ και Παναγιά ! το μέγα Σου Έλεος ! -ξεφώνισε η θεια Ελέγκω περίτρομη, με το στόμα μια πήχη ανοιχτό για τα όσα άκουγε, κι άρχισε τους σταυρούς τώρα γλήγορους κι απανωτούς, εξόν που σε κάθε όνομα Αγίου πούβγαινε απ’ τα χείλια του εκκλησιάρη είχε κάμει κι από έναν αργά-αργά λέγοντας μέσα σ' ένα βαθύν αναστεναγμό: «η χάρη σου !. . .» Απέθανε όμως τον ίδιο χρόνο εις το πυρ το εξώτερον, εξακολούθησε ο εκκλησιάρης, ο Θεός κ' η Παναγία να ελεήσουν την ψυχή του! -και ο μικροανεψιός του, τωρινός Παππά-Βουλέτης χρηματίσαντος μαχητής της Κρήτης και λοχίας, έλαβε την ιερωσύνην και πήρε την εκκλησίαν και θέλησε δια νανιστορήση πάλιν τον ναόν με τας Αγίας Εικόνας.
Άκουγε τη φωνή του νέου όπως πριν λίγο άκουγε τον ήχο του ακορντεόν, και γελούσε από ευχαρίστηση, και όμως κατά βάθος ήθελε να κλάψει.
Κ' έκλεισε τα μάτια κι από τα βλέφαρά της τρέξανε δάκρια. — Θα ξαναγίνουμε άλλη μια φορά ευτυχισμένοι, είπα και πήρα τα λόγια της σα μιαν υπόσχεση. — Ναι, ναι, αποκρίθηκε γοργά. Το καλοκαίρι. Με άκουγε κει που της μιλούσα για τις χαρές της νιότης μας και για τα νησιά, που μας είτανε το πιο αγαπημένο μέρος για το καλοκαίρι.
Έπαιζε στην κάμαρά της κι όλο το πρωί, που ο πατέρας έλειπε και τα μεγαλήτερα παιδιά είτανε στο σκολειό, ο μικρός Σβεν καθισμένος κάτω στο πάτωμα άκουγε τη μαμά να του διηγάται παραμύθια. Η μαμά ήξερε πολλά παραμύθια, όμως κανένα άλλο δεν άρεσε τόσο του Σβεν όσο η κοκκινόσκουφη, που την έφαγε ο λύκος εκεί που πήγαινε στη γιαγιά.
Τονέ λάτρευε ο λαός σαν πατέρα του. Όχι μονάχα εξαιτίας που άκουγε την αλήθεια από το θείο του στόμα, και που έβρισκε κάποια πόρεψη με τα ψυχικά που έγινε αφορμή ο Χρυσόστομος και του μοίραζαν κάμποσοι πλούσιοι, μα κ' εξαιτίας τις κοινωνιστικές του ιδέες. Κι ορίστε λοιπόν που μήτε ο Κοινωνισμός δεν είναι όλως διόλου καινούριο πράμα!
Ο Έφις άκουγε με τον αγκώνα ακουμπισμένο στο γόνατο και το πρόσωπο στην παλάμη, όπως τα μικρά παιδιά όταν ακούνε παραμύθια. «Μια μέρα όμως το αποφάσισα και πήγα…» Σιωπή. Το πρόσωπο των δυο αντρών το σκέπασε η σκιά και χαμήλωσαν και οι δυο τα μάτια.
Το σήκωσε ψηλά, το χαμήλωσε ως τη γη, το ξανασήκωσε, το έκανε να γελάει, το έφερε έξω σφίγγοντάς το δυνατά στο στήθος της. Ο Τζατσίντο κάθισε έξω έχοντας ανοιχτά τα πόδια και ταλαντεύοντας τα χέρια του ανάμεσά τους, ενώ άκουγε την Καλίνα που τον προσκαλούσε να φάει μαζί της κουκιά μαγειρεμένα με γάλα.
Ο αστυνόμος άκουγε βαρετά κι' ανόρεχτα, με συχνά χασμουρητά. Καταλάβαινε πως η ανάκριση ήτανε για τον τύπο. Για έγκλημα ούτε ιδέα! Νταραβέρια ο Καπετάν-Πρέκας δεν είχε με κανένα, κακό άνθρωπου δεν είχε κάνει ποτές του και λίγοι μέσα στο νησί ήτανε τόσο αγαπημένοι και καλοδεχούμενοι παντού σαν κι' αυτόν.
Ο Έφις χαμογελούσε. «Έλα», του είπε, πιάνοντάς τον από το χέρι, και αφού περπάτησαν λίγο: «ακούς;» Ο τυφλός άκουγε τη φωνή του άλλου συντρόφου που εκεί, μπροστά τους, ζητούσε ελεημοσύνη. «Τώρα δεν θα κάνετε όπως την άλλη φορά», είπε ο Έφις. «Εάν τσακωθείτε και σας συλλάβουν, εγώ νίπτω τας χείρας.»
Βλέπε κάλλιο το στεφάνι που φέγγει γύρω στο πρόσωπό μου. Κάλλιο άκουγε τον πόνο που βγαίνει με τη φωνή μου. Πόνο μήτε για σένα μήτε για μένα, μόνο για τους μύριους που θα τους σκεπάση αυτό το χώμα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν