United States or Argentina ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εις το μέσον ετούτου του λιβαδιού εφαίνονταν ένα δένδρον πολλά υψηλόν και φουντωτόν, που έκανεν έναν χαριέστατον ίσκιον, εις την ρίζαν του οποίου ήτον μία τέντα από μεταξωτόν, και υποκάτω αυτής ήτον ένα κρεββάτι με έναν άνθρωπον, που εφαίνονταν πως θα κοιμάται και είχε το ζερβί του χέρι ακουμπισμένον επάνω εις μίαν κασσελοπούλαν χρυσήν, και ένας δράκοντας φοβερός έστεκε σιμά του, και εκρατούσεν εις το στόμα του μίαν καραφοπούλαν με βάλσαμον, και κάθε ολίγον το επλησίαζεν υποκάτω εις τα ρουθούνια του.

Με τούτον τον τρόπον λοιπόν εσυμφωνήθη το συνοικέσιον του γάμου· ώστε εγώ έγεινα η νύμφη εις τους γάμους, εκεί που ήμουν μία από τες καλεσμένες. Ένα μήνα ύστερα από τους γάμους έλαβα την άδειαν από τον άνδρα μου να υπάγω μόνη μου εις το Μπεζεστένι να αγοράσω ένα μεταξωτόν της ορέξεώς μου· όθεν πήρα σκλάβες και την άνωθεν γραίαν διά συντροφιάν μου.

Το φόρεμά μου ήτο «μεταξωτόν, καθόσον δε ανηρχόμην την κλίμακα, ο ήχος του μοι εφαίνετο «ως ο κρότος φάσματος διώκοντός με. Έφθασα επί τέλους εις τον κοιτώνα «μου. Ο σύζυγός μου εκοιμάτο βαθέως. Έρριψα επί της τραπέζης τον «λύχνον, αλλά δεν είχον την δύναμιν να τον σβύσω. Χωρίς δε να λάβω τον «καιρόν να εκδυθώ ερρίφθην επί της κλίνης μου.» Η μήτηρ του Μάλκομ ήτο θυγάτηρ του γέροντος Σιβάρδου.

Ωσάν να είναι και αλήθεια, έλεγε μονολογών, αφού εδίπλωσε τον επενδύτην του, και περιεβλήθη τον παλαιόν κοιτωνίτην του, ενώ περιέδεε την κεφαλήν με μεταξωτόν μανδήλιον, αντί σκούφου, καθώς συνήθιζε τακτικώς καθ' εκάστην εσπέραν. — Ωσάν να είναι και αλήθεια!

Απεναντίας, εκ της περιβολής της γραίας χωρικής εφαίνετο ότι δεν ήτο απατηλή καύχησις η διαβεβαίωσις, ότι θα πληρώση τον ιατρόν. Τα πένθιμα ενδύματά της ήσαν απλά, αλλά νέα και καλής ποιότητος. Το φόρεμά της ήτο ανοικτόν εις το στήθος, αναμέσον δε του ανοίγματος έλαμπε το λευκόν μεταξωτόν υποκάμισον, εκ του οποίου εξήρχετο ο ρυτιδωμένος λαιμός της.

Εις μίαν στιγμήν έμεινε καθήμενος, με τας χείρας στηριγμένας επί της κιθάρας και με την κεφαλήν σκυμμένην, έπειτα ηγέρθη αποτόμως και είπε: — Εκουράσθην και έχω ανάγκην αέρος. Ας χορδίσουν την κιθάραν. Και ετύλιξε τον λαιμόν του με μεταξωτόν μανδήλιον. — Έλθετε μετ' εμού, είπε στραφείς προς τον Πετρώνιον και τον Βινίκιον, καθημένους εις τινα γωνίαν της αιθούσης.

Εγώ επήγα καθώς αυτή με επρόσταξε, και ηύρα τον Ναμαράν που εκάθετο εις το εργαστήρι του. Αυτός ήτον ένας εύμορφος και ευγενής άνδρας, που έμεινα να τον θεωρώ· του εζήτησα και μου έβγαλε διάφορα κομμάτια μεταξωτά, και διαλέγοντας ένα από αυτά, του το επλήρωσα όσα μου εζήτησε· και έπειτα αποχαιρετώντάς τον με ευγένειαν, επήρα το μεταξωτόν και το έφερα της κυράς μου.

Έφερε φέσι κατακόκκινον, με φούνταν κυανήν, το οποίον του είχε φέρει από το Τούνεζι κατά την εποχήν των Κριμαϊκών ο κουμπάρος, όστις τον είχε στεφανώσει, εμποροπλοίαρχος, προ χρόνων αποθαμμένος τώρα, είχε δε κρεμασμένον από την τσέπην της τζάκας του την εσωτερικήν, κατερχόμενον έως το γόνα του, μακρότατον μεταξωτόν μανδήλιον, κόκκινον, διανθές.

Δεν απέρασεν ώρα και ιδού βλέπει και έρχονται δύο βαστάζοι φέροντες ένα γάιδαρον φορτωμένον με μίαν κασσέλαν, σκεπασμένην με ένα πεύκι μεταξωτόν πράσινον· τι μου φέρετε εσείς ω φίλοι, τους λέγει ο Κατής; αυθέντη του απεκρίθησαν οι βαστάζοι, αποθέτοντες την κασσέλαν εις την γην, εδώ είνε η νύμφη σου· σήκωσε το πεύκι και ιδές την πόσον είνε εύμορφη και καλοκαμωμένη.

Θα έχετε την καλωσύνην να συμμαζεύσετε ολίγον τα πόδια σας. Με τα καμώματά σας μου εφθάρη το μεταξωτόν φόρεμα μου. Είναι τόσον επάναγκες, σας ερωτώ, να κοσμήτε με σχήματα τας παρατηρήσεις σας; Ο φίλος μας εδώ θα σας εκαταλάβαινε καλά και εάν σας έλειπεν όλη αυτή η μιμική, έχετε τον λόγον μου. Είσθε σχεδόν τόσον μεγάλος γάιδαρος, όσον και αυτός διά τον οποίον διηγείσθε.