United States or Cuba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εμπρός λοιπόν, είπεν ο Σωκράτης, διά το όνομα του Θεού· είναι αληθινά αυτά, τα οποία λέγω, ότι άλλη μεν ψυχή έχει νουν και αρετήν και είναι καλή, άλλη δε έχει ανοησίαν και μοχθηρίαν και είναι κακή; Και ταύτα λέγονται αληθινά; Αληθινά βέβαια, είπεν ο Σιμμίας.

Ατελεύτητον σου ανοίγω βιβλίον, — εις το οποίον την πρώτην λέξιν εχάραξεν ο θεός, τας ακολούθους χαράσσει ο άνθρωπος και την τελευταίαν ο διάβολος θα χαράξη! Απέραντον θ' αναπετάσω εικόνα, εις την οποίαν έκαστος προσθέτει μίαν γραμμήν, και αφαιρεί προγενεστέραν. Καλλιτέχνημα του θεού· τερατούργημα του ανθρώπου.

Πλανάσθε, είπεν, μη γνωρίζοντες τας γραφάς μηδέ την δύναμιν του Θεού· εν τη αναστάσει ούτε νυμφεύονται ούτε εκδίδονται εις γάμον, ούτε θνήσκουσι, αλλ' είνε όμοιοι προς τους αγγέλους, και είνε τέκνα του Θεού, αφού είνε τέκνα της Αναστάσεως.

Και σαρκός μεν κλοπή, είνε έγκλημα κατά του ανθρώπου· αφαιρείς από την γην· αλλά πτερύγων κλοπή είνε έγκλημα κατά του Θεού· από τον ουρανόν αφαιρείς. Σφάλμα Θεού, να φρουρήση τον ουρανόν, την δε ψυχήν του ανθρώπου ν' αφήση αφρούρητον. Και ν' αφήση εις έκαστον ιδικήν του ημέραν και ιδικήν του νύκτα να εκλέγη.

Ήτο το αποκεκαλυμμένον γεγονός, ότι εκείνοι μόνον δύνανται να την συνομολογήσωσιν όσοι άγονται προς τούτο υπό του πνεύματος του Θεού· έλεγε προς την ανθρωπότητα διά πάντοτε ότι ουχί δι' επιγείων επικρίσεων, αλλά μόνον διά της ουρανίου χάριτος, δύναται η πλήρης γνόσις της αληθείας εκείνης να επιτευχθή.

Επάλαιψες από την αυγή ως το βράδυ. Περσότερο δεν ημπορούσες· ήταν θέλημα Θεού· τι να γίνη; Συλλογίσου πως έχεις γυναίκα πίσω, παιδιά... — Γυναίκα, παιδιά!... εψιθύρισε, σαν να το άκουε πρώτη φορά. Η τύχη τους ήταν κι' εκεινών. Εφτώχηνα τρία σπίτια· τι θέλω να ζήσω περισσότερο... Να ρημάξω κι' άλλα; Ως τόσο εσηκώθηκεν ορθός. — Τράβα, μου λέγει, και θα έρθω.

Αφιχθείς ο βασιλεύς εις το μαντικόν κατάστημα του Απόλλωνος, εζήτησεν αμέσως ακρόασιν παρά του θεού· αλλ' ήκουσεν όμως παρά του γενειήτου και ρασοφόρου θυρωρού, ότι ο Κύριος έλειπεν.

Εις πολλάς μεγάλας πόλεις της αρχαιότητος, εις την Νινευή και την Βαβυλώνα, εις την Τύρον και την Σιδώνα, επί των Σοδόμων και της Γομόρρας είχεν επιπέσει η οργή του Θεού· αλλά και αυτή η Νινευή και η Βαβυλών θα εταπείνουν τας πομπώδεις ειδωλολατρείας των, αυτή η Τύρος και Σιδών θα επεστρέφοντο εκ των αρπακτικών ματαιοτήτων των, αυτά τα Σόδομα και η Γόμορρα θα μετενόουν από των ρυπαρών ακαθαρσιών των, εάν είχον ιδεί τα κραταιά έργα τα γενόμενα εις τας πολίχνας ταύτας και τας κώμας της θαλάσσης της Γαλιλαίας.

Της χροιάς δε το κάλλος φανερώνει η μεταξύ ανθέων διαβίωσις του θεού· διότι εις μη ανθηρόν και μαραμένον και σώμα και ψυχήν και ό,τιδήποτε άλλο δεν εγκαθίσταται ο Έρως, και μόνον όπου είνε τόπος ευανθής και ευώδης, εκεί και κάθηται και μένει. Περί μεν της ωραιότητος λοιπόν του θεού ικανά είνε ταύτα, μολονότι πολλά ακόμη υπολείπονται· ας ομιλήσωμεν δε τόρα και περί της αρετής αυτού.

Η μάννα του κι ο αδερφός του τώλεγαν «μη!». Η κυρά Πανώρια τον παρακαλούσε με δάκρυα στα μάτια. — Τι σου κάνει; τώλεγε· τι σου κάνει; λυπήσου τον. — Όχι! εκείνος· ποιος ξέρει τι θησαυρούς κρύβει στις ρίζες του. Όχι τον πλάτανο μα και το σπίτι αν χρειαστή θα το γκρεμίσω κι εκείνο· έλεγε. — Ας τονε, μωρέ παιδί μου, νάχης την ευκή του Θεού· παρακαλούσε η γριά.