Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025


Νυχτόημερα παρακαλώ Αγίους και Παναγία, Τάζω ασημένια τάματα, και δεν μ' ακούν κ' εκείνοι. Αν μου το έφερνες εσύ, σ' εχρύσωνα φλογέρα!.. Ξάφνου η φλογέρα εσώπασε και σβυέται το τραγούδι. Τα φουντωτά κοντόκλαδα μεριάζουνε μπροστά του, Καιτο γοργό αναμέριασμα κάποιο κορμί προβάλλει.

ΔΑΦΝΙΣ Βρυσούλες με τα κρύα νερά και γλυκερά βοτάνια, αν είνε το τραγούδι μου σαν αηδονιού τραγούδι θρέψετε τις γελάδες μου· κι αν έρθη κι ο Μενάλκας μαζί με το κοπάδι του, όλ' άφθονα να τάβρη.

Πρωταγόρας Μάθε λοιπόν, είπεν, ότι καθώς προχωρεί το τραγούδι λέγει κάπου, ότι «ο λόγος του φιλοσόφου Πιττακού διόλου δεν μου αρέσει, αν και τον έχει είπη άνθρωπος σοφός, όταν λέγη ότι είναι δύσκολον να είναι τις ενάρετος». Καταλαβαίνεις ότι αυτός ο ίδιος λέγει και αυτά και εκείνα τα προηγούμενα; Σωκράτης Το ηξεύρω είπον εγώ. Πρωταγόρας Σου φαίνεται λοιπόν, είπεν, ότι αυτά είναι σύμφωνα;

Και τον ξεχωρισμό τούτο φανερώνει και το χαριτωμένο τραγούδι, που γεννήθηκ' εκεί σε παλιά χρόνια κι' ακόμα ζη αθάνατο κι άγγιχτο από στόμα σε στόμα: Στα Γιάννινα είν' η ώμορφες, στην Άρτα η μαυρομμάτες Και στην καϋμένη Πρέβεζα κοντούλες και γιομάτες. Όλες αυτές η ηπειρωτικές μορφές είχαν συμμαζωχθή την ημέρα εκείνη απάνου στα πλατιά της Καστρίτσας χαλάσματα.

Ήταν κ' οι δυο ξανθόμαλλα κι ανήλικα κοπέλια, τεχνίτες στη φλογέρα οι δυο, τεχνίτες στο τραγούδι.

Οι τρεις κυράδες ευχαριστήθηκαν το τραγούδι και μετά τραγούδησαν και αυτές, ώστε το φαγητό τους ήταν γεμάτο ευθυμία και κράτησε πολύ περισσότερο από συνήθως. Στο τέλος, βλέποντας ότι ο ήλιος πήγαινε προς την Δύση, η Σεραφεία είπε στον βαστάζο, «Σήκω και φύγε· είναι ώρα πια να χωρίσουμε».

Γκόλφι την είχε το χωριό κι' ο Όλυμπος τραγούδι, Τα μάτια τα γραμμένα της και το τρανό όνομά της Σκάζει τους νιους τους δύστυχους, πλαντάζει τες κοπέλλες, Κ' ένα φτωχό βοσκόπουλο κι' ώμορφο κι' αντρειωμένο, Απ' άλλο, μακρυνό χωριό, το μπλέξανεαγάπη.

Και μαθούσα παρά του κυρ-Δημάκη το προσφιλές του τραγούδι, υπέψαλεν αυτά την νύκτα η γλυκεία κόρη, κεντώσα τον καλόν χιτώνα της, παρά την λάμψιν της εστίας, κάτω εις το κατώγειον, αόρατος και ημέραν και νύκτα, ενώ η γραία Αχτίτσα, κατάκοπος ερχομένη από τον ελαιώνα, έπιπτε ξύλο κούτσουρο: Δίψασ' η Πανίτσα και πάει να πιη νερό και η μάννα τς δεν το ξέρει πως ίκαμε γαμπρό.

Αύρα γλυκειά στους πράσινους βυθούς αργοσαλεύει, στα ρείκη αρχίζει το σκοπό σιγά ο κορυδαλός, μα όσο στο φως υψώνεται κι όσο ψηλά αλαργεύει, το λάλημά του χύνεται ολόηχος κάτω αυλός. Και δες: με τις παλιές χαρές η νέα μέρα αρχίζει· στη χλόη νέα άνθη, νέοι βλαστοί στο γέρικο κορμό, και γύρω τους μυριόφτερος κόσμος ξυπνά, σκορπίζει και το τραγούδι της ζωής βουίζει το θερμό.

Χαρά την είχαν τα βουνά, τρανό καμάρι οι κάμποι, Τα δάση στόλισμα ακριβό, κρυφή 'περφάνεια η βρύσαις, Αγάπη οι αητοί, και τα πουλιά της ερημιάς τραγούδι. Κι' ανέβαινε ψηλούς γκρεμούς, διάβαινε μονοπάτια.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν