Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025
Πάει και πέφτει ο βασιληάς 'ς της λυγερής τα πόδια — Πάψε, κόρη, τον αργαλειό, πάψε και το τραγούδι, Γιατ' απ' το βρόντο τ' αργαλειού κι' απ' τον γλυκό ηχό σου Ο ήλιος εσταμάτησε, δεν πάει να βασιλέψη, Και καταριέται η αργατειά κι' οι ξενοδουλευτάδες, Κ' ήρθαν μέσ' ς τα παλάτια μου και σκούζουν και φωνάζουν Ή να γιατρέψω το κακό, ή θα με θανατώσουν.
Στην όχθη ακούοντας το τραγούδι των ποταμών μοιρολόγησε της δυνατές πολιτείες του πολέμου που αφανίστηκαν και θρήνησε το νικητή μαζύ με το νικημένο. Ιδού που έμαθα να κρατώ τη λαμπάδα και να στέκω στο εικόνισμά σου. Είδα της σαύρας το λιγερό περπάτημα στα ερείπια των πολιτισμών. Είδα τη δάφνη να κλαίη να σαν ιτιά στην έρημη αρχαία παλαίστρα.
Είχα πάρη, — θυμάσαι σαν τώρα —, το τραγούδι που λέει, πως ένα παλληκάρι γυρνώντας νύχτ' από τον πόλεμο που πολεμούσε κι από τη βίγλα που φύλαε, έπεσε να βρη λίγον ύπνο στην αγκαλιά της αγάπης του, κι αυτή μόλις χάραξε η ανατολή κι άρχεψαν τους κελαϊδισμούς η πέρδικες και τ' αηδόνια, του φώναζε να τον ξυπνίση, ν' αγκαλιάση το κυπαρισένιο της το κορμί και να φιλήση τον αμάλαγο κόρφο της και τον παρθενικό λαιμό, πούταν άσπρος σαν χιόνι και δροσερός σαν το κρυόνερο πώρχεται από τα κορφοβούνια.
Και λοιπόν και τώρα η ερώτησίς μου θα είναι διά το αυτό μεν αντικείμενον διά το οποίον και εγώ και συ τώρα συνομιλούμεν, δηλαδή διά την αρετήν το οποίον θα μεταφέρω όμως εις την ποίησιν· μόνον αυτήν την διαφοράν θα έχη· λέγει λοιπόν κάπου ο ποιητής Σιμωνίδης προς τον Σκόπαν, τον υιόν του Κρέοντος από την Θεσσαλίαν, ότι «είναι δύσκολον να γείνη κανείς αληθινά άνθρωπος ενάρετος, τετράγωνος κατά τας χείρας και τους πόδας και τον νουν, κατασκευασμένος χωρίς ελάττωμα». Ηξεύρεις τούτο το τραγούδι, ή να σου το επαναλάβω ολόκληρον;
Βοσκοί, δεν είμ' ωμορφονειός; πέτε μου την αλήθεια· ή μήπως έξαφνα ο θεός άλλαξε τη θωριά μου; γιατ' άλλοτε στην όψη μου σγουρό το χνούδι ανθούσε κ' εσκέπαζε κ' εστόλιζε τα κατωσάγωνά μου όπως του δένδρου τον κορμό χλωρός κισσός στολίζει· και τα μαλλιά σαν σέλινα μούπεφταν στα μηλίγγια, κ' είχα το μέτωπο λευκό πάνω απ' τα μαύρα φρύδια, κ' ήταν τα δυο τα μάτια μου πιο χαροπά απ' τα μάτια της Αθηνάς της ώμορφης και της γαλανομμάτας, κι είχα κορμί πιο παχουλό κι από το χλωροτύρι, κ' έβγαινεν απ' το στόμα μου γλυκειά-γλυκειά η φωνή μου κι από το μέλι πιο γλυκειά που βγαίνει απ' την κηρήθρα κ' ήταν και το τραγούδι μου γλυκό γλυκό κ' εκείνο είτε φλογέραν έπαιζα, σουραύλι είτε καλάμι· και στα βουνά που εγύριζα, όλες εκεί οι γυναίκες, όλες με βρίσκαν ώμορφο κι όλες των μ' αγαπούσαν και μόνο εκείνη η χωριανή δε μούδειξεν αγάπη παρά με καταφρόνεσε γιατ' είμαι βοϊδολάτης.
«Βάτοι κι αγκάθια, τώρα σεις βγάλετε μενεξέδες και συ, ζιμπούλι, στόλισε ταγκαθωτά βοτάνια, οι άκαρπες κουκουναριές ας κάνουν τώρ' αχλάδια, τώρα τα λάφια, θαρρετά, ας κυνηγούν τους σκύλλους και τώρα οι κούκοι ας κελαϊδούν ταηδόνια να σωπαίνουν κι όλα ας αλλάξουνε στη γη μια που πεθαίνει ο Δάφνις». Πάψετε, Μούσες, πάψετε ταγροτικό τραγούδι.
Έφεβγαν οι στεριές στο πλάι μας, έφεβγε απάνουθέ μας το φεγγάρι. Όλα έφεβγαν χόρεβαν ισκιωμένα πάνω στη στεριά, ξεμάκρεναν φανταχτερά μέσα στα πέλαγα. Άπλωναν πάνω στα γαληνεμένα τα νερά νανουριστοί του μαντολίνου οι τόνοι. Έσμιγαν τολόγλυκο τραγούδι του τελωνοφύλακα· έσμιγαν το βαθύ της νύχτας το μυστήριο· έσμιγαν τη γαλήνη γύρω τη φεγγαροφώτιστη.
Όταν το καναρίνι μας λησμονήση πως υπάρχει μέτρο στη τέχνη, αυτοί έχουν το θάρρος, χυμώντας στο κλουβί, να πνίξουν το τραγούδι και να ξαναφέρουν γύρω μας τη γόνιμη σιωπή. Ο πράσινος λύχνος της ματιάς των καίει τα μεσάνυχτα στον τάφο του Baudelaire.
Μούκοψε το καλάμι ετούτο μου το δάχτυλο και μου πονάει ακόμα. ΜΕΝΑΛΚΑΣ Ποιος θα μας κρίνη τώρα 'δώ και ποιος θα μας ακούση; ΔΑΦΝΙΣ Εκείνο το γιδοβοσκό — που ο σκύλλος του γαυγύζει απόκοντα στα γίδια του — ας κράξωμε για νάρθη. Και τα κοπέλια εκράξανε κι αυτός ήρθε ν' ακούση. Κ' έβαλαν κλήρο κ' έλαχε κι άρχισεν ο Μενάλκας κι ο Δάφνις αποκρίνονταν μ' αγροτικό τραγούδι και τραγουδούσε δεύτερος.
Αλλ' έπρεπε να φύγη διά να προφυλάξη τον εαυτόν του όπως φεύγει τις των διεφθαρμένων κοινωνιών, ζητών την αγνότητα επί υψηλών κ' ερημικών βράχων. . . Κ' ενώ ταύτα εσκέπτετο συνέψαλλε μετά της Μάρως, ασυνειδήτως το παλαιόν παιδικόν των τραγούδι: — Κάθι — καθικλούλα, κάθετ' η Μαρούλα και κεντάει μαντήλι με χρυσό κοντύλι!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν