Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025


Ως προς τούτο λοιπόν το λόγιον, και διά τούτον τον σκοπόν επιβουλευόμενος αυτό, έκαμεν όλον το τραγούδι διά να καταστρέψη το λόγιον, καθώς μου φαίνεται. Ας εξετάσωμεν λοιπόν αυτό το ποίημα όλοι μαζί διά να ίδωμεν αν εγώ λέγω την αλήθειαν.

Ναι, κρασί γιατί εκάηκ' ο λάρυγγάς μου απ' το τραγούδι! επανέλαβεν ο Άι-Δημήτρης. Και όλοι μετά προθυμίας διακόψαντες το τραγούδι των έτρεξαν εις το βαρέλι, ως κατά τα Ιουλιακά καύματα οι βούβαλοι όταν αισθανθούν πλησίον των νερό. Αλλ' εστάθησαν αίφνης έκπληκτοι.

Τι λέει το τραγούδι; Σου κρένω, δε μου κρένεις. Έτσι να κάμουνε είναι και πιο σωστό. Να μην τους δίνουμε απάντηση τους δασκάλους.

Θανάση, ξύπνα· κάτσε εκεί που πάντα συνειθίζεις Και το γλυκό σου πάρε μας, Θανάση, το τραγούδι, Οπού τ' ακούγουν τα βουνά και χαίρουν, καμαρώνουν, Τ αγρίμια κ' ημερεύουνε, τα δέντρα χαμπηλώνουν, Και χύνει μόσχο-ανασασμό του βράχου το λουλούδι Γιατί σε τέτοια συλλογή κάθε χαρά να πνίξης; Η λίμνη πώς σε καρτερή τα χείληα σου ν' ανοίξης!! Και τι γλυκότερο απ' αυτό!

Εκεί ψηλά, που φαίνεται το μαύρο κυπαρίσσι Και πάρα πέρα ο εγκρεμός, εκεί 'νε και μια βρύση. 'Σ αυτήν διαβάτες, πιστικοί, γυρνούσαν νύχτα μέρα, Και γροίκαες νύχτα μέρα εκεί τραγούδι και φλογέρα. Μια μέρα, που ροβόλαγα από τ' απάνω πλάι, Είδα μια κόρη πώσκυψε κ' ήπιε νερό και πάει. Πήγα κ' εγώ κ' ήπια νερό, κι' αγάλιασα 'ςτήν ώρα, Και δροσισμένος κι' αλαφρός κατέβαινα στη χώρα,

Τ' αμπέλια κατάντησαν αδιάβατα· ρίχνει το κλήμα πέρα δώθε τις βέργες του με θυμό, σα να οχτρεύεται τον εαυτό του. Ούτε κουδουνολάσι, ούτε φλογέρα λαλεί στα βοσκοτόπια· τρύγοςτραγούδι όχι στ' αμπέλια· θεοίνεράιδες ούτε στα νερά. Περνάς τον κάμπο, σα να περνάς το θάλαμο νεκρού.

Η φυσαρμόνικα έλεγε κάποιο ανατολίτικο τραγούδι, με χαλαρό ρυθμό, γεμάτο λύπη, μελαγχολία και διάθεση σε κλάμα. Αλλά το πρόσωπο του ναύτη που έπαιζεν έλαμπεν όλο από αναγάλια. Είχε σκυμένο το κεφάλι στη φυσαρμόνικα και φαινότανε σα νάθελε να προστατευτεί από αυτήν.

Και καθώς ο θαυματοποιός άρχιζε μια νέα μελωδία, ο Τριστάνος του μίλησε ως εξής: «Πατριώτη, πολύ ωραίο είναι το τραγούδι. Γλυκός ο σκοπός του, και γλυκά τα λόγια. Τώκαναν τον παληό καιρό οι αρχαίοι Βρεττανοί για να υμνήσουν τον έρωτα της Γρηλέντας. Πατριώτη, η φωνή σου είναι ωραία, τραγούδησε το καλά με την άρπα».

Μα, μη το κρύβης από μένα. Τώρα που με κύτταξε, τα μάτια της ήταν υγρότατα και στην υγρότη τους μέσα ξάνοιξα σα μέσα σε καθαρή ανάβρα, πως είχαν βουρκώσει και τα δικά μου. Κι άλλη μια φορά τη ρώτησα πώς έκαμε κ' έπεσε στη λαγκαδιά εκεί κάτου. Κι αυτή μου είπε κοκκινισμένη στο πρόσωπο: — Μ' είχε συνεπάρει... κάποια συλλογή... η πρωινή νύστα,... το ξημέρωμα... ξέρω κ' εγώ... το τραγούδι σου...

Δε λένε πώς αυτό το πουλί κελαδάει όταν είναι να πεθάνη κανείς; Το θάνατό μου βέβαια αγγέλλει το τραγούδι σας: γιατί πεθαίνω από την αγάπη σας! — Έστω, του είπεν η Ιζόλδη. Μακάρι το τραγούδι, μου να σημαίνη το θάνατό σας, γιατί ποτέ δε μπήκατε δω μέσα χωρίς να μου φέρετε κάποιο κακό μαντάτο. Πάντοτε εγίνατε νεκροπούλι και γκιώνης για να πήτε κακά για τον Τριστάνο.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν