Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025
Ω Πτολεμαίε βασιλιά, χαίρε! εγώ και σένα σε τραγουδώ όπως τραγουδώ τους άλλους ημιθέους, κ' ελπίζω το τραγούδι μου παντοτινό να μείνη· αυτήν εγώ την αρετή γυρεύω από το Δία.
Όταν δούλευε με την αργατειά, αυτή έσερνε πάντα το τραγούδι, και τραγουδούσε όλο ξενιτεμένα τραγούδια, για τον ξενιτεμένο τον γυιό της, που πάντα έρχονταν σε χρυσοκάπουλη μούλα, και ποτέ δε φαίνονταν! Όλος ο κόσμος, άντρες και γυναίκες, την ψυχοπονιώνταν την καημένη την κάκω-Μήτραινα, κι' έλεγαν μέσα τους: — Ο Θεός να της αυγατάη την ελπίδα της ορφανής!
Η Αννούλα συγύριζε το τραπέζι και τραγουδούσε το καινούριο το τραγούδι της Λενιώς του Καλαφάτη. Κ' η μάννα, για να με κάμη να λησμονήσω τον πόνο μου, άρχισε να μου δηγάται την ιστορία του τραγουδιού. Μου παράστηνε κάτι Τούρκους που έρχουνται από την Ανατολή και φέρνουνε χαλασμό.
Και χωρίς να κοιτάξη καλά καλά την περιέργεια, τη βουβαμάρα των στρατιωτών μέσα στο αποκοιμιστικό τραγούδι της φωτιάς, άρχισε να μολογάη την ιστορία του ο λοχίας ο Κώστας Μόσχος, σα να κουβέντιαζε αδελφικά με κάνα παλιό σύντροφό του, ενώ άρχιζαν να τρώνε: — Οχτώ τ' Μαϊού στα γδόντα έξ. Η άνοιξη μας βρήκε αγνάντια από τον Έλυμπο κοντά στην Καρυά, στο σταθμό στο Γουδαμάνι τ' Νεζερού.
Είχον συναχθή εις το μπακάλικο—εμπορικόν του Θόδωρου του Μοστροπούλου, αρκάδος αποπλανηθέντος εις τα μέρη εκείνα περί τους δέκα πέντε χρόνους, διά τους οποίους είχε παρασκευάσει γιουβέτσι ο Μανώλης διά να πιάση «μαγιά», και αφού τους εμέθυσεν, ήρχισαν αυθορμήτως τον χορόν και το τραγούδι.
Από την ώρα που με το πέσιμο της μου κόπηκε ξαφνικά το τρυφερό τραγούδι στη μέση, δεν ξαναμούρθε ευθυμία. Μια σκυθρωπάδα μ' εβάρυνε, τρανή σαν τον Πίνδο που θ' ανεβαίναμε σ' ολίγο. Ούτε τραγούδι πλια από τότες, ούτε γέλοιο, ούτε ζωηρό λόγο, ούτε μιλιά.
Θακούση — ω θακούση στα βάθη της πεντάβαθης ψυχής του — της καρδιάς του της απέραντης αντίλαλο· — θακούση, θα τακούση κι ο χρυσός μας ο Λαός τ' Αθάνατο Τραγούδι Του. Θενά ξυπνήση! Και ξυπνώντας από τόνειρο βαθύ, — που δόλια μας τον αποκοίμησαν οι άμωροι, — μες το τρισάγιο απόφωνο του παναρμονίου τραγουδιού θαναγνωρίση τη Λαλιά του — την ψυχή του Α θ ά ν α τ η. Θαγριέψη, Θα χυμήση,
Αναμέρησαν όσοι στέκονταν κατάντικρυ της θύρας κι' άφηκαν ελεύτερο το μάτι της δόλιας της Μάννας να βλέπη προς τα έξω, κι' αυτή κάρφωσε τα μάτια της στο έμπα της θύρας για κάμποση ώρα, κι' ύστερα άρχισε το τραγούδι, σα να είταν γερή. «Ξενιτεμένο μου πουλί, γλυκό χελιδονάκι, «Η Ξενιτειά σε χαίρεται κι' εγώ πίνω φαρμάκι.
— Ένας λόγος — ένας άνδρας! είπεν ο Ρούντυ. «Μην κλαις Μπαμπέττα τον φέρνω τον αετιδέα!» — Θα σπάσης τον λαιμό σου, ελπίζω!» είπεν ο Μυλωθρός «και θα μας απαλλάξης τότε από της τρεχάλες σου!» «Αυτό εγώ το ονομάζω γενναίον κλώτσο! Τώρα ο Ρούντυ είνε μακρυά και η Μπαμπέττα καίγεται και κλαίει, αλλά ο μυλωθρός τραγουδάει το γερμανικό τραγούδι, που έμαθε τώρα εσχάτως 'στο ταξείδι!
Ούτω επροχώρει εις την λαγκαδιάν, άλλοτε εξαφανιζόμενος εις τας συστάδας των δένδρων και άλλοτε αναφαινόμενος υψηλά, κατά τα κλώσματα του μονοπατιού, κ' εξακολουθών πάντοτε το τραγούδι του ευθύμως : Κι' από τη φόρτσα την πολλή Κι' από τη δύναμί της· Της ετσακίσθ' ο κόπανος Της ερραγίσθ' η πλάκα!. .
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν