Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025


Φαντάσματα είν' αυτοί; Ήρωες της καταχνιάς και του βουνού; Σκιές μέσα σε τραγούδι: Όχι! Είναι πραγματικοί. Δράσις! Τι είναι η δράσις; Πεθαίνει τη στιγμή που ενεργεί. Είναι μία ταπεινή παραχώρησις στην πράξη. Ο κόσμος πλάστηκε από τον τραγουδιστή και τον ονειροπόλο. ΕΡΝΕΣΤΟΣ. — Ενώ μιλείς μου φαίνεται πως είναι όπως τα λες. ΓΙΛΒΕΡΤΟΣ. — Έτσι είναι πραγματικά.

Και άρχισα το τραγούδι: Του ναύτ' η μάνα ζύμωνε του γιου της παξιμάδι!... — Σκάσε, βρε, μη σου σπάσω το δοιάκι στο κεφάλι! μ' έκοψε του καπετάνιου η φωνή. Εξέχασα ευθύς το τραγούδι και τα αισθήματα κ' ελούφαξα σε μια κώχη. Σηκώνω τα μάτια και βλέπω στο πλωριό κατάρτι μια κουκουβάγια. Τα μαύρα νυχοπόδαρά της εγύριζαν δαχτυλίδια στα χείλη της κόφας κ' εστήριζαν ακίνητο το κορμί σαν να ήταν ψεύτικη.

καλόγηρος της Κλεισούρας τον Μεσολογγίου& ανήκει εις την επίζηλον ηρωικήν εκείνην εποχήν, καθ' ην ο Έλλην έζη διά την τιμήν και διά το Γένος, απέθνησκε δε διά τον Χριστόν και διά την Πατρίδα,......διά την δόξαν, διά τραγούδι. Ως τραγούδι τοιούτον ίσως δεν είνε κατάλληλον δι' εκείνον το παρόν ποίημά μου. Εν Αθήναις, κατ' Οκτώβριον του 1889. Κ. Δ. ΚΡΥΣΤΑΛΛΗΣ Ηπειρώτης

Τραγούδι του παλιού καιρού, του Πάλλα το τραγούδι Άλλος για το κυνήγι λέειτης νύχτας το καρτέρι, Σίντα ξεβγαίνει το καπρί, τ' αρκούδι, το πλατόνι. Άλλος πιξάρι πελεκάει και ζωγραφίζει αγκλίτσαν, Άλλος γαλαροκούδουνα περνάειτα κόθρα μέσα.

Το τραγούδι του δεκατιστή! Έλεγον οι διαβάται, συμπονούντες την ούτω σκληρώς δεκατισθείσαν εις τας ελπίδας της ωραίαν κόρην με την μαύρην ελήτσα εις την παρειάν, ήτις παθούσα υπό μελαγχολίας, δεν επέζησε πολύ. Είχε μήνα σχεδόν πίσω εις τα προς δυσμάς της νήσου πευκόφυτα Κατάμερα , ο γέρω-Μπαρέκος. Καιρός που γεννούν τα πράματα, καταλαμβάνετε.

Και μ' αυτά ίσα-ίσα φούντωσε τώρα μέσα στην καρδιά τον ο πόθος του κοριτσιού, ξεχείλησ' η λαχτάρα τον για τη Λιόλια. Τo μουντό τραγούδι.

Κ' εγώ θα να σου πάρω Με την γλυκειά φλογέρα μου τώμορφο το τραγούδι, Που μου το μάθαν η Ξωθιές. Έλα βοσκούλα έλα! Έλα γιατί σαν νυχτωθώ μονάχος μου εκεί πέρα, Από τα δάσα, αφ' τες σπηλιές, αφ' τα βαθειά λαγκάδια Κι' αφ' τα κρεμάμενα νερά χιλιάδες θα προβάλουν Της ερημιάς η ώμορφες, της νύχτας η νεράιδες, Για να με πάρουντο χορό, για να μου ειπούν τραγούδια, Και για να παίξουμε μαζή.

Τα χέρια είναι ωραία, καλό το τραγούδι, σιγανός ο τόνος και γλυκειά η φωνή. Κείνη τη στιγμή μπαίνει ο Καριάδος, πλούσιος κόμης από κάποιο μακρυνό νησί. Είχεν έλθει στο Τινταγκέλ για να προσφέρη στη Βασίλισσα της υπηρεσίες του, και πολλές φορές μετά την αναχώρησι του Τριστάνου της είχε πη τον έρωτά του. Αλλά η Βασίλισσα απέκρουε της αιτήσεις του και τον έλεγε τρελλό.

Πιάνοντ' όλοι χέρι χέρι. Τα τραγούδια τους Και ταις πέτραις ζωντανεύουν. Γύρου οι γέροντες Καθισμένοι αράδα-αράδα τους κυττάζουνε Και γλυκά τους καμαρώνουν και κρυφά κρυφά Ζευγαρώνουν κάθε νηό με κάθε κόρη τους. Κι' ο χορός και το τραγούδι πάν' αδιάκοπα. Λυγεραίς και παλληκάρια σειούνται και λυγούν Και 'ςτούς κύκλους όπου πλέκουν αγναντεύονται Και κρυφά γλυκοτηριούνται και γνωρίζονται.

Ο πιστικός χαράημερα και με τ' αηδόνια τώρα Αρμέει και βγάζει απ' το μαντρίτα πλάϊα το κοπάδι, Και κάθεταιένα τσουγγρί και λέει γλυκό τραγούδι. Το λέει με τη φλογέρα του, το λέει με τη φωνή του.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν