Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025


Μια φορά κελαϊδούσαν κι' αυτά. Τώρα κελαϊδεί ταθάνατο κύμ' από πάνω τους. Άκου, άκου! Τι να μας λέη το κύμα εκεί κάτου, στην έρμη την ακρογιαλιά; Τραγουδάει το τραγούδι της θάλασσας, της λεύτερης θάλασσας. Γλυκοφιλάει τη γης με λαχτάρα που λες και ζητάει να της πη τη χαρά του.

«Ω Παν, είτε στ' ατέλειωτου Λυκαίου τα κορφοβούνια, είτε στου Μαίναλου γυρνάς τα πυκνωμένα δάση, παράτησε της ξακουστής Ελίκης τακρωτήρι και του Λυκαονίδη εκεί παράτησε το μνήμα, αυτό που ακόμα κ' οι θεοί θωρώντας το θαυμάζουν, κ' έλα σε τούτο το νησί της Σικελίας, έλα». Πάψετε, Μούσες, πάψετε ταγροτικό τραγούδι.

Κι' ενόμιζα πως έβλεπα ωραίας κόρης φάσμα από 'ψηλό παράθυρο να κατεβαίνη κάτω· δεν ήτο τίποτε, ψευδές της φαντασίας πλάσμα . . . ύπνον βαθύν η Βέρα μου ησύχως εκοιμάτο, Και να μην ξέρω ένα καν τραγούδι Ρωσσικό, να ξιππασθή 'στον ύπνο της με ήχους πατινάδας, και με αφρώδες ένδυμα να έβγη νυκτικό, καθώς εκείνας τας λευκάς των μύθων Ναϊάδας;

ΣΤΕΦΑΝΗΣ, ύστερα ΑΓΙΑ ΜΑΡΙΝΑ, ύστερα ΚΕΡΙΑΚΟΣ Στεφ. Μ' έδιωξαν τα παιχνίδια! Μ' έδιωξε η χαρά! Ως εδώ μ' έδιωξε, ως στης Αγιά Μαρίνας τη γειτονιά. Με φωνάζανε να μπω στην παρέα και να τους τραγουδώ! Αν είχα φωνή για τραγούδι, θα την έκανα βροντή που να τους σκορπάη κατάρες. Τακούγω, ακόμα τακούγω! Με κυνηγούνε, με κυνηγούν οι χαρές τους! Φείδια έγιναν οι χαρές τους και σφυρίζουν κατόπι μου.

Ο Θύρσις απ' την Αίτνα εγώ κι αυτή η φωνή του Θύρσι· Πού ήστε αν μαραίνονταν ο Δάφνις, πού κ' οι Νύμφες; Στου Πηνειού τις λαγκαδιές, στου Πίνδου τα λαγκάδια; Μηδέ στης Αίτνας την κορφή μηδέ στο ρέμμα του Άκι. Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι. Εκείνον τον εθρήνησαν και λύκοι και τσακάλια εκείνον και τον έκλαψε στο λόγγο το λιοντάρι. Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι.,

Η ως ψίαθος ηπλωμένη Ψαθούρα, νομίζεις και ανακινείται, ανασηκόνεται ως νύμφη θαλασσόλουστος, ανατείνουσα τον πύργον του φανού της, ως διά να χαιρετίση ζητωκραυγάζουσα εις τιμήν του Άθωνος, όστις με ολόασπρον την κεφαλήν, φέρων τον βαθύ-κυανούν μανδύαν του, πατρικώς προσμειδιά, συγκρατών περί εαυτόν, ως εγγονάκια του, τα ώμορφα Ρημονήσια, τα οποία πρωί-πρωί θέλει να τα χορεύση επί των πρεσβυτικών γονάτων του, άδων, ο πολιός πάππος, το παλαιόν τραγούδι του, γλυκύ και δροσερόν ως ψίθυρον καστανέας: βρε σεις, βρε, βρε σεις, βρε, χάρισμά σας τον τζιβρέ....

Και το υπόφραγμα γέμιζεν από ναύτες, καθισμένους στους πάγκους ή απλωμένους κάτω στη λαμαρίνα. Σ' όλων τα πρόσωπα η καλοσύνη τράβηξε μια πινελιά κι' η ωμορφάδα άλλη μία. Το ένα τραγούδι, κ' ύστερα τ' άλλο, και το άλλο. Στο υπόφραγμα βασίλευε το φως και η χαρά.

Και πάλιν, όταν καμμιά φορά ήθελε να το χορέψηόταν ήτανετα καλά της και το λυπότανε, λέει, το έπιανεν από τα δυο χεράκια του, με δυο μικρά-μικρά ποδαράκια και με μια κεφάλα σαν φλάσκα, και το χόρευε με το ίδιο φοβέρισμα πάλιν αντίς για τραγούδι έλεγε: Παπα-Δράκος να σε φάη! Παπα-Δράκος να σε φάη!

Θάλεγες πως τα κορμιά τους ήταν εκεί, κι ο λογισμός του έτρεχε μακριούς, μακριοπερπάτητους, τραχιούς κι ανάντιους δρόμους. Σιγά, δίχως κι αφτοί να το νιώθουν γιατί, μπορεί για ναλαφρώσουν το φαρμακερόν τους τον καημό, τόσκουξαν λιγάκι το πικρό το τραγούδι τους· κατάπικρο σαν τους μάβρους τους λογισμούς, που παραδέρνουν του κουρασμένου νου τους θλιβερούς τους πόνους.

Από την ώρα που με το πέσιμό της μου κόπηκε ξαφνικά το τρυφερό τραγούδι στη μέση, δεν ξαναμούρθε ευθυμία. Μια σκυθρωπάδα μ' εβάρυνε, τρανή σαν τον Πίνδο που θ' ανεβαίναμε σ' ολίγο. Ούτε τραγούδι πλια από τότες, ούτε γέλοιο, ούτε ζωηρό λόγο, ούτε μιλιά.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν