Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025


Η ως ψίαθος ηπλωμένη Ψαθούρα, νομίζεις και ανακινείται, ανασηκόνεται ως νύμφη θαλασσόλουστος, ανατείνουσα τον πύργον του φανού της, ως διά να χαιρετίση ζητωκραυγάζουσα εις τιμήν του Άθωνος, όστις με ολόασπρον την κεφαλήν, φέρων τον βαθύ-κυανούν μανδύαν του, πατρικώς προσμειδιά, συγκρατών περί εαυτόν, ως εγγονάκια του, τα ώμορφα Ρημονήσια, τα οποία πρωί-πρωί θέλει να τα χορεύση επί των πρεσβυτικών γονάτων του, άδων, ο πολιός πάππος, το παλαιόν τραγούδι του, γλυκύ και δροσερόν ως ψίθυρον καστανέας: βρε σεις, βρε, βρε σεις, βρε, χάρισμά σας τον τζιβρέ....

Τωόντι η γραία, αντί να μείνη εις το χωρίον να κάμη Χριστούγεννα, μαθούσα ότι ο παππα-Κωσταντής ο Μπρικόλας έμελλε ν' ανέλθη το πρωί, κατά πρόσκλησιν ποιμένων και γεωργών τινων, εις το βουνόν να λειτουργήση το εξωκκλήσιον του Προφήτου Ηλία, επροτίμησε να υπάγη εις της Κεχρεάς το ρέμμα, να πειθαναγκάση την κόρην της και τα εγγονάκια της να σηκωθώσι το πρωί ν' ανέλθωσιν εις το εξωκκλήσιον, το οποίον ευρίσκετο εις το ήμισυ του δρόμου, επί οροπεδίου γείτονος της κορυφής του βουνού, μίαν ώραν από το χωρίον και μίαν ώραν από την Κεχρεάν, διά να λειτουργηθούν και μεταλάβουν, διά να τους ανθρωπέψη ολίγον, έλεγε, καθόσον έμενον επί μήνας αλειτούργητοι κάτω εις το βαθύ ρέμμα.

Εγγονάκια σγουρομάλλικα στα γόνατα της να χορέψη, θάρρεψε πως της μελλότανε κι' όταν πεια από τα γεράμματα κοκκαλιαστή και ρέψη, τα μάτια της ονειρευότανε συ να της κλείσης με τα δαχτυλούλια σου κι' ο ύπνος νάνε ελαφρός ο τελευταίος της μαννούλας σου. Μίλησε, αποκρίσου μου, κάνε μου το χατήρι.

Κι αυτό είναι νασπρίσουν τα μαλλιά μας και να γεράσουμε μεις οι δυο και να ηλικιωθούνε τα παιδιά μας. Είμαι τόσο πολύ μητέρα, ώστε να ποθώ να μεγαλώσουν ταγόρια μου και να μπορώ να πηγαίνω στο σπίτι τους και να σηκώνω στα χέρια μου μικρά, μικρούτσικα εγγονάκια και να βλέπω πως ζω και γω λιγάκι σ' αυτά. Ταγόρια μου είναι τώρα τόσο μεγάλα, ώστε να μη με χρειάζουνται πια έπειτα από λίγο.

Και ήσαν εκεί παραφυλάττοντα και δύο μικρά εγγονάκια της, τρέμοντα εκ του ψύχους με κρεμασμένας αγκυλωτάς τας δύο χείρας των, μελανιασμένας υπό του βορρά, με τους δακτύλους εσχηματισμένους, ως πράγκες, το αλιευτικόν εκείνο όργανον, δι ου συλλαμβάνουσι τους εχίνους.

Παρέκει εκοιμώντο ομού επί ενός κυλιμίου τα δύο μικρά εγγονάκια της γραίας με της κοκώνες εις την αγκαλιά, ενώ ένθεν και ένθεν των παιδιών έκειντο δύο ζεύγη υποδημάτων εκ πρασίνου αιγός δέρματος, καινουργή, συνδεδεμένα διά του σχοινίου ακόμη, δώρα του νεοελθόντος ναύτου.

Την στιγμήν εκείνην ηκούσθησαν τα δύο μικρά εγγονάκια της, ερχόμενα από τον φούρνον με της κοκκώναις εις την αγκαλιά ζεσταίς-ζεσταίς ακόμη: — Ο μπαμπάς, μανού, ο μπαμπάς! Και μόλις ηδύναντο ν' αναπνεύσωσιν εκ της πνιγούσης αυτά χαράς. Η γραία ως ν' αφυπνίσθη από 'ληθάργου επετάχθη από της εστίας όπου εκάθητο, και ήλθεν εις την θύραν, ότε βλέπει την γειτόνισσάν της: — Τα συχαρήκια!

Αλλ' ο γέρων πνευματικός, παρών εκεί, την ενεκαρδίωνε· και όταν κατόπιν συνήλθον ομού πάντες οι ταξειδιώται και περιεκύκλωσαν την γραίαν καπετάνισσαν, τα δύο εγγονάκια της, ροδοκόκκινα και ξανθά, μετ' απορίας παρετήρουν κ' εξήταζον τον κατάμαυρον και ασυνήθη της μάμμης ιματισμόν, σύροντα περιέργως τας άκρας της μαύρης μανδήλας της· και ότε η νύμφη της η εγγλέζα, διά νευμάτων, αγνοούσα την γλώσσαν, την περιέθαλπε την πολύπαθη πενθεράν, τόσον θερμώς και τόσον εκφραστικώς, ως εάν ωμίλει την γλώσσαν της και καλλίτερα μάλιστα· και όταν ο υιός της, ο καπετάν- Γιαννάκης, ένδακρυς ανελογίζετο το πολυτάραχον παρελθόν κ' εν γένει, όταν η γραία Καπετάνισσα ανέκτησεν όλον το θάρρος της και την γαλήνην της ψυχής της, και ήρχισε ν' αναπολή και να διηγήται περί του μακαρίτου καπετάν-Τσούρμα του Παπαργυρού, και περί του οικτρού αυτού τέλους με βαθύτατον της καρδίας της πόνον, ώστε να κλαύσουν όλοι, ο γέρων πνευματικός, κατακόκκινος πάντοτε, από την κούρασιντις οίδενδεικνύων και την ωραίαν σκούναν, η οποία μακρά, με χρυσά κορζέτα, αλλά χωρίς άσπρο μπούρδο, κατάμαυρος πλέον, εκαμάρωνεν εγγύς του μεγάρου, ενώ το κύμα προσκρούον ηρέμα εις τα μαύρα πλευρά της απετέλει ελαφρόν ψόφον ως θρήνου ηχώ μακρυνήν, πλην ηδέος θρήνου, ξεκουράζοντος θρήνου, είπεν ιεροπρεπώς: — Μόνον όποιος πεθάνη, δεν γυρίζει 'πίσω, κυρά-Καπετάνισσα.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν