United States or Nicaragua ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την στιγμήν εκείνην ηκούσθησαν τα δύο μικρά εγγονάκια της, ερχόμενα από τον φούρνον με της κοκκώναις εις την αγκαλιά ζεσταίς-ζεσταίς ακόμη: — Ο μπαμπάς, μανού, ο μπαμπάς! Και μόλις ηδύναντο ν' αναπνεύσωσιν εκ της πνιγούσης αυτά χαράς. Η γραία ως ν' αφυπνίσθη από 'ληθάργου επετάχθη από της εστίας όπου εκάθητο, και ήλθεν εις την θύραν, ότε βλέπει την γειτόνισσάν της: — Τα συχαρήκια!

Έφθασε δε ασφαλώς εις τον όρμον, ευθύς ως έπεσεν εντελώς ο άνεμος, βασίλεμμα ηλίου. Δεύτερα συχαρήκια επήραν της Πλανταρούς. Ο υιός της, αποστάζων άλμην, κατάκοπος, θαλασσοπνιγμένος, έφθασεν εις το σπιτάκι άμα ενύκτωσε, κ' εκεί μόνον έμαθε την ευτυχή είδησιν, ότι η συμβία του τού είχε γεννήσει κληρονόμον. Την επαύριον ήσαν Φώτα. Την άλλην ημέραν ολόφωτα.

Εν τω μεταξύ ο Βασίλης της Μάρκαινας, όστις είχε προπορευθή κατά τριακόσια βήματα, έτρεχε με την προθυμίαν εκείνην, την οποίαν δεικνύουσι τα παιδία, όπως δώσωσι καλήν ή κακήν είδησιν, διά να πάρουν τα «συχαρήκια» εν τη πρώτη περιπτώσει, διά να διασκεδάσουν με την αμηχανίαν του ενδιαφερομένου εν τη δευτέρα.

Την πρωίαν της Παρασκευής, η βάρκα του Πλαντάρη είχε φανή αντικρύ αγωνιώσα εις τα κύματα, και δύο παιδία του γιαλού, απ' εκείνα που περνούν τον καιρόν των κάτω από τον αρσανάν, μη γνωρίζοντα επί της ξηράς άλλην διατριβήν από τας συρμένας έξω φελούκας, ούτε άλλο παιγνίδι από την θάλασσαν, ήλθαν να πάρουν τα συχαρήκια της Πλανταρούς, ακούσαντα την είδησιν από πορθμείς, οι οποίοι είχαν αναγνωρίσει μακρόθεν την βάρκαν.

Μη . . . μου θυμόνης . . . κυρά Μαριώ . . . και σου λέω . . . — Καλησπέρα, κυρά Δημήτραινα, προσεφώνησε φιλοφρόνως ο Θοδωρής. Δεν είνε τίποτε· λίγη ευθυμία! Αλήθεια δα, . . . τα συχαρήκια μας. Σας έφεξε πάλι. Μα να μη το πάρετε κι' απάνω σας όμως . . . και δεν μας καταδέχεσθε, . . . τώρα που γινήκατε πλούσιοι, . . κυρά Δημήτραινα! Καληνύχτα σας!