United States or Armenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα εξής: υπάρχει παλαιός μύθος, φίλε νομοθέτα, τον οποίον και ημείς οι ίδιοι πάντοτε τον λέγομεν, και όλοι οι άλλοι τον παραδέχονται, ότι δηλαδή ο ποιητής, όταν κάθηται εις τον τρίποδα της Μούσης, τότε δεν είναι 'ςτα λογικά του, αλλά ωσάν καμμία βρύσις η έμπνευσίς του εξέρχεται προχείρως, και επειδή η τέχνη είναι μίμησις και επειδή παρουσιάζει ανθρώπους με αντιθέτους διαθέσεις μεταξύ των, αναγκάζεται να λέγη πολλάκις αντιφατικά προς τον εαυτόν του, και δεν γνωρίζει ούτε αν αυτά είναι αληθή από τα λεγόμενά του ούτε αν τα άλλα.

Λοιπόν το μη πολεμικόν είδος της μούσης, το οποίον με χορούς τιμά και τους θεούς και τους παίδας των θεών ημπορεί να αποτελέση έν γένος, όταν γίνεται καλώς, τούτο δε ημπορούμεν να το διαιρέσωμεν εις δύο, το έν μεν είδος αυτού είναι όταν φεύγωμεν τας κοπώσεις και τους κινδύνους και φθάνωμεν εις τα αγαθά, το οποίον έχει μεγαλιτέρας ηδονάς, το δε άλλο όταν τα προηγούμενα αγαθά διατηρούνται και αυξάνουν, το οποίον έχει μετριωτέρας ηδονάς από εκείνα.

Διότι και πάλιν ο αυτός λόγος αρμόζει, ότι δηλαδή εις τους κοσμίους των ανθρώπων, και προς τον σκοπόν του να γείνουν κοσμιώτεροι οι μη όντες ακόμη τοιούτοι, πρέπον είνε να χαρίζεταί τις και να ενθαρρύνη τον έρωτά των, και αυτός είνε ο καλός, ο ουράνιος, ο της Ουρανίας μούσης Έρως· ενώ προς τον έρωτα της Πολυμνίας τον πάνδημον πρέπει να συμπεριφερώμεθα με πολλήν προσοχήν, εις τρόπον ώστε η απόλαυσις της εξ αυτού ηδονής να μη καταντά εις ακολασίαν, όπως και εις την ιδικήν μας τέχνην μέγα έργον είνε ο κανονισμός των τέρψεων τας οποίας παρέχει η μαγειρική τέχνη κατά τοιούτον τρόπον ώστε να μη προξενήται βλάβη εις την υγείαν.

Μη με προσέχεις λοιπόν, διότι εκείνο που φοβούμαι δεν είνε μήπως ειπώ αστεία, πράγμα το οποίον άλλως είνε ίδιον της μούσης μου και θα ήτο προς έπαινόν της, αλλά μήπως ειπώ γελοία. — Μην το βάζης εις τον νουν σου ότι ημπορείς να μου ξεφύγης. Πρόσεχε λοιπόν και ομίλει έχων υπ' όψιν σου ότι θα μου δώσης λόγον. Ίσως κ' εγώ τότε να φανώ επιεικής, αν το κρίνω σωστόν.

Είχεν ελπίσει προς στιγμήν ο πτωχός ποιητής, ότι διανομείς τινες εφημερίδων, συνήθης πελάται της Μούσης του κατά τας παραμονάς της πρώτης του έτους, θα ήρχοντο και πάλιν να του ζητήσωσι τας αναποφεύκτους προς τους συνδρομητάς των στιχηράς προσφωνήσεις, και ότι θα ελάμβανεν ούτως ευκαιρίαν να υποδείξη εις αυτούς επιτηδείως, ότι αντί πινακίου γλυκυσμάτων, δι' ων ως επί το πλείστον ημείβοντο οι στίχοι του, γλυκυτέρα δι' αυτόν εφέτος θα ήτο η εις χρήμα αξία των, έστω και εν υποτιμήσσει.

Κατόπιν όμως με τον καιρόν αρχηγοί μεν της απειροκάλου παρανομίας έγιναν οι εκ φύσεως μεν συνθέται, αλλά αμαθείς ως προς το δίκαιον της Μούσης και το νόμιμον, μεθύοντες και περισσότερον του δέοντος κυριευόμενοι από την ηδονήν, και αναμιγνύοντες θρήνους με ύμνους και παιάνας διθυράμβους, και μάλιστα τας αυλωδίας νοθεύοντες με τας κιθαρωδίας, και όλα με όλα συνδυάζοντες, ακουσίως ένεκα της αμαθείας ψευδόμενοι περί της μουσικής, ότι αυτή δεν έχει καμμίαν ορθότητα, αλλά μόνον από την ηδονήν του απολαμβάνοντος αυτήν ημπορεί να κριθή ορθότατα αν είναι καλλιτέρα ή χειροτέρα.

Την στενήν άλλως ταύτην συγγένειαν και επιρροήν του Γαλάτου επί της Μούσης αυτού έσπευδεν ο ίδιος μετ' ειλικρινούς προθυμίας να ομολογήση εν πάση περιπτώσει: «Χωρίς να το θέλω», έγραφεν ημίν πέρυσιν, «έλαβα παρά του Ουγώ την μανίαν των αντιθέσεων και την επιθυμίαν ν' αφίνω την φαντασίαν μου να τρέχη αχαλίνωτος από ρυτήρος όπου θέλειΕκ μετριοφροσύνης βεβαίως παρωμοίασεν ο ποιητής την φαντασίαν του προς τρέχοντα μόνον ίππον, λησμονήσας ότι ο Πήγασός του έχει και πτερά.

Κι' αν Πήγασο ζητήση κάνεις για να πηδήση 'στης Μούσης το βουνό, σε σας και μόνο 'ξεύρει πως Πήγασο θα εύρη θρεμμένο και φτηνό. Αν φράκα δεν φορήτε, αν τίτλους δεν κρατήτε λαμπράς καταγωγής· κι' αν για τιμή σας φθάνη πιστοί του Μακρυγιάννη να μένετ' εκλογείς,

Φεύγων την ατυχίαν της πατρίδος, απροστάτευτος, κατεσκήνωσεν εν Αθήναις, τέσσαρα προ του θανάτου αυτού έτη, και εν στερήσεσιν ουχί εκ των συνήθων δεν απεθαρρύνθη· ηγωνίζετο τον περί υπάρξεως αγώνα και εν ταυτώ εκαλλιέργει της μούσης του το τάλαντον, έκρουε την ποιμενικήν λύραν του, και εξ αυτής εξήγε φθόγγους αθώους, φυσικούς, μυρίζοντας από βουνόν και θυμάρι, αναπαριστώντας τον απλούν και φυσικόν βίον των βουνών, των ποιμένων, των χωρικών.

Το καλόν τούτο παράδειγμα του πατρός της ιστορίας έσπευσαν να μιμηθώσι και οι έπειτα ιστορικοί, ο Θουκυδίδης, ο Τάκιτος, ο Άγ. Λουκάς, ο Γίββων και ο Γυζώτος· ώστε πάσαι αι ιστορίαι άρχονται στερεοτύπως διά της δικαιολογίας του ιστορικού, ως τα επικά ποιήματα δι’ επικλήσεως της Μούσης.