Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025


Πήρανε μαζί τους και τα γυναικόπαιδα που τριγύριζαν. — Ένα κρασί στα παιδιά, προστάζει ο Δημήτρης του Φώτη. Να μου πήτε τώρα το τι ακούσατε χτες προχτές από τα τούρκικα. Τι έτρεξε; — Νά, πετιέται κι αποκρίνεται ένας τους. — Σα να είχε κάποιο νόημα αυτό που είπε ο μουρτάτης. Αφορμή θα γύρευε να σκεπάση τις μπερμπατιές του, λέει άλλος. — Αυτός θα είνε ο σκύλος, ξαναλέει τρίτος.

Κι αν σε πιάσουν αύριο, Γιώργο μου... μου πιάνεται η καρδιά μου... γύρευε πότε θα σε δω... Εκείνος τη φιλούσε. Ύστερα σε λίγο η φωνή της ακούστηκε πάλι: — Δε φεύγεις τόρα... πώς φοβάμαι, είν' ώρα, μη σε πάρουν χαμπάρι.... — Σα να πούμε με διώχνεις; Κι εγώ πόχω μήνα να σε δω μ' αυτά τα κρυφτούλια... Κι άρχισε να την ξαναφιλή. Κρατούσα την αναπνοή μου να μη με καταλάβουν πως τους παραμόνευα.

Γράφει αμέσως του Γελίμερου ο Ιουστινιανός και διαμαρτυριέται, ο Γελίμερος όμως τον έβρισε αντίς να τραβηχτή. Στο μεταξύ είταν τελειωμένος ο περσικός πόλεμος, γυρισμένος κι ο Βελισάριος. Γίνεται συβούλιο, κι ο αυτοκράτορας γύρευε φυσικά εκστρατεία, για να βοηθήσουν τάχα τη χριστιανωσύνη στην Αφρική. Κάμποσοι σηκώθηκαν τότες κ' εναντιώθηκαν, και μάλιστα όσοι θυμούνταν την καταστροφή του Βασιλίσκου.

Ίσως κάλλιο να κλείσω τα μάτια μου, και να τη δώσω πρι να μας βγούνε και πομπές. Και πια τρέχα, γύρευε τότες! Αλλοίμονο μια και λείψη ο αληθινός ο στύλος από το σπίτι! Μεγάλο λόγο να μην ξεστομίσω, μα δεν την είχε ο μακαρίτης αυτή την κατηραμένη την περηφάνεια. Να ζούσε κείνος, θα το πέρναμε μαθές το χρυσόκαρδο αυτό παλληκάρι, και θα καταστάλαζε η ψυχή μας μια και καλή. Αντρίκιες φωνές και γέλοια.

Τον εμάλωνε συχνά η αδελφή του, γιατί να κουράζεται τόσον, αλλά δεν την άκουε, την εμάλωνε δε και αυτός με την στερεότυπον φράσιν του. — «γύρευε τη δουλειά σου» την οποίαν της έρριπτε, θαρρείς, θυμωμένα, ενώ τα μάτια του εγελούσαν· ήτο μία ειρηνική λογομαχία, η οποία εγαργάλιζε θωπευτικά την ακοήν, αντί να την ενοχλή.

Κι ως τόσο ποτές η Ασήμω δε φάνηκε ομορφότερη, τα μάτια της ποτές δε σπιθοβόλησαν πιο αστραφτερά από τη φοβερή εκείνη τη βραδινή. Διάβαινε χαμόδεντρα, πηδούσε λιθάρια, ανεβοκατέβαινε λακκωσιές, σκαρφάλωνε βράχους, σαν αγρίμι κυνηγημένο από τη φωλιά του, πούλεγες τρύπα γύρευε να γλυτώση. Ζυγώνει σε μέρος που ξάνοιγαν οι βράχοι εκεί απάνω, κ' έκαμναν είδος δώμα.

Εκεί εσήμαναν μεσάνυκτα, καιμπουμ! το σκέπασμα της ταμβακοθήκης ανοίγει διά μιας! Αλλ' αντί ταμβάκου είχε μέσα ένα μικρόν μαύρον διάβολον. Ήτο παιγνίδι και αυτό, και όχι καθ' εαυτό ταμβακοθήκη. — Στρατιώτη! εφώναξεν ο μικρός αυτός διάβολος. Γύρευε την δουλειάν σου και μη βλέπης την κοπέλαν ! Ο στρατιώτης εκαμώνετο ότι δεν ακούει. — Καλά, καλά! αύριον βλέπεις τι θα πάθης, είπεν ο διάβολος.

Ήρθανε στα Ψαρά, χώρισε ο Παναγής από τον Καπετάν Βάγλη, και συντροφεύει με τον Καραθανάση. Ο Καραθανάσης είχε δυο αγαπημένα πράματα στον κόσμο. Την πατρίδα του, και την κόρη του. Σκοπός του είτανε ν' αρραβωνιάση τον Παναγή και με τις δυο, κι αυτό έκαμε. Στην αρχή φαίνεται πως ο Παναγής από τις δυο τις αρραβωνιαστικές πιώτερο αγάπησε τη Μαριώ, νόστιμη Ψαριανούλα. Και γύρευε κιόλας και παντρειά.

Όλα όμως αυτά ταπόδειξε όνειρα ο Αταλαρίχος, που είτανε σωστός, δηλαδή βάρβαρος Γότθος αυτός. Μα και σαν απέθανε από την πολλή την ακολασία, σηκώθηκε όλη η Γοτθική φυλή εναντίον της Αμαλασούνθας, που γύρευε τάχα να τους κάμη Ρωμαίους, και στα 534 τη δολοφόνησαν. Αυτή λοιπόν η δολοφονία στάθηκε η πρώτη αφορμή που ανακατεύτηκε ο Ιουστινιανός στα Ιταλικά.

Προπάντων του άρεζε να γράφη ποιήματα θρησκευτικά και φιλοσοφικά. Δεν τον αφήκαν ως τόσο στην ησυχία του· ο κόσμος όλος τονέ γύρευε. Μια μάλιστα από τις πολιτείες της Κυρηναϊκής τον έτρωγε να στέρξη να γίνη Αρχιερέας της.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν