United States or Albania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άλλοι, οι πλούσιοι το πνεύμα, οι περίεργοι, ζητούσι να ανατάμωσι την στιλπνήν πομφόλυγα, ήτις περιέπεσε τυχόν εις τας σοφάς αυτών χείρας, και εκρήγνυνται εις αράς και βλασφημίας, όταν εκείνη διαρραγή εις ατμόν και μηδέν, ως αναλύονται εις κλαυθμούς τα περίεργα νήπια, όταν σπαράττωσι τα χάρτινά των ανάκτορα, όπως ανεύρωσιν εντός αυτών τον χρυσοστεφή βασιλέα.

Ήμην κατάπληκτος, απολιθωμένος, και μόνον ότε συνετελέσθη η τραγωδία, ερράγην εις φωνάς και κλαυθμούς. Είχα συμπάθειαν προς τον ατυχή εκείνον ήρωα των μαγειρείων. Τον είχα ιδεί νεογέννητον, μικρόν, φιλοπαίγμονα· πολλάκις τον είχα σιτίσει από του περισσεύματός μου παρά την τράπεζαν, και πολλάκις τον είχα κοιμίσει επί των γονάτων μου, ακούων εν εκστάσει τον αρμονικόν ρόγχον του λασίου του στήθους.

Ο δε καλός Διογένης κατοικεί πλησίον του Ασσυρίου Σαρδαναπάλου, του Φρυγός Μίδα και άλλων πλουσίων• και όταν ακούη να στενάζουν και να ενθυμούνται την περασμένην ευτυχίαν, γελά και διασκεδάζει και συνήθως ξαπλωμένος ανάσκελα τραγουδεί και με πολύ τραχείαν και δυνατήν φωνήν καταπνίγει τους κλαυθμούς των, ούτως ώστε να ενοχλούνται φοβερά και να σκέπτωνται περί μετοικεσίας, διότι δεν υποφέρουν τον Διογένην.

Κ' εξετρύπωνεν από τον σκοτεινόν σχοίνον να ιδή την θάλασσαν και δεν έβλεπε. Βουνόν δασώδες την απέκρυπτε. Ημέρας τινάς μετέπειτα επροφυλάχθη και πάλιν, αλλ' υπέφερεν ως υπό πυρετού, παραμιλών την νύκτα εις τον ύπνον του με κλαυθμούς: — Κομμάτι θάλασσα, καϋμένα παιδιά! Κομμάτι θάλασσα! Χάθηκε κομμάτι θάλασσα!

Μετ' ολίγον είδα εις την θάλασσαν ένα πλοίον και ήρχετο με τα πανιά γεμάτα αέρα και μετά παρέλευσιν ολίγης ώρας έφθασεν εις το νησί και άραξαν όπου και πρότερον· κατόπιν εβγήκαν έξω οι σκλάβοι και ο πατήρ του νέου και φθάνοντας εις το υπόγειον και ως εύρον τον νέον θανατωμένον, άρχισαν όλοι εμού να ολολύζουν και να θρηνούν με τόσους κλαυθμούς και οδυρμούς που εκινούσαν εις έλεος και τα άψυχα δένδρα και λίθους· έπειτα ενταφιάσαντες τον νεκρόν ολίγον μακράν από το υπόγειον, ανεχώρησαν και κάμνοντες πανιά με επιτήδιον άνεμον, γλήγορα έφθασαν εις την στερεάν.

Δεν επέρασεν όμως πολύς καιρός, που ο βασιλεύς ευρίσκετο εις το βασίλειόν του εν ησυχία· και μίαν ταχινήν εκεί που οι μεγιστάνες του τον ανάμεναν εις το ντιβάνι, τους εδόθη είδησις πως δεν ευρίσκετο πλέον εις το παλάτι του, αλλά εχάθη. Τότε όλοι εδόθηκαν εις φωνάς και εις κλαυθμούς διά την έλλειψιν του βασιλέως των, και μάλιστα ο βεζύρης του ωδύρετο κατά πολλά διά τον αιφνίδιον χαμόν του.

Όλες οι παρεκάλεσές μου εστάθησαν ανωφελείς και μάταιες· μάλιστα τότε με κάθε σπουδήν εκατέβασαν το λείψανον της γυναικός μου εις τον τάφον· έπειτα αποχαιρετήσαντές με εκατέβασαν και εμένα εις ένα ξυλοκρέββατον ανοικτό με ένα αγγείον νερόν, και με επτά ψωμιά και μετά ταύτα εσφάλισαν το στόμα του πηγαδιού εκείνου με την μεγαλώτατην πέτραν, με όλους τους θρήνους, κλαυθμούς και οδυρμούς που έκαμνα μεγαλοφώνως.

Το Τελώνιον με θυμόν της λέγει· ψεύδεσαι, τίνος είνε το τσεκούρι και τα παπούτσια εκείνα; Λέγει η βασιλοπούλα· εγώ ούτε τα είδα, ούτε ηξεύρω τίνος είνε· ίσως με την ορμήν που ήλθες τα έφερες μαζί σου, χωρίς να καταλάβης. Μετά ταύτα δεν ήκουσα άλλο, παρά κλαυθμούς και οδυρμούς της βασιλοπούλας που αλύπητα την έδερνε, και ευθύς έφυγα μακράν απ' εκεί.