United States or New Zealand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ τότε του εζήτησα θέλημα και εμίσευσα, και υπήγα εις το κονάκι, και την εσήκωσα και την έφερα μέσα εις ένα κοτζί, που ο πατέρας της επιταυτού το έστειλε. Δεν ημπορώ να περιγράψω την μεγαλωτάτην αγαλλίασιν και ευφροσύνην, που αμοιβαίως έδειξαν οπόταν ανταμώθηκαν ο βασιλεύς με την θυγατέρα του.

Και θεωρώντας προς την θάλασσαν δεν είδα παρά νερό και ουρανόν· έπειτα γυρίζοντας τα μάτια προς την στερεάν γην του νησιού, είδα πολλύ μακράν ένα πράγμα λευκότατον και στρογγυλόν, αλλά διά το μάκρος του διαστήματος δεν εδυνήθην να διακρίνω τι ήτον, όθεν κατεβαίνοντας από το δένδρον, έτρεξα προς εκείνο το μέρος και πλησιάζοντας εκεί είδα μίαν σφαίραν άσπρην και μεγαλωτάτην εις σχήμα αυγού και ο μεν γύρος της ήτον έως δώδεκα οργυιές, το δε μάκρος έως δεκαπέντε.

Η θλίψις διά την απελπισίαν της υγείας του, και διά το αδύνατον της ιατρείας του, επροξένησεν εις όλην την αυλήν μεγαλωτάτην σύγχυσιν και θλίψιν· όθεν ευθύς έκαμαν να παύσουν όλες οι ηδονές και ξεφάντωσες, που εγίνονταν εις το βασίλειον. Η βασιλοπούλα δεν ηθέλησε να υπάγη εις το λουτρόν, αλλ' ούτε να δώση πλέον ακρόασιν εις ιστορίας.

Άμα έφθασεν ο Καραϊσκάκης και είδον ότι ο μόνος του σκοπός ήτον το να κατορθώση εκστρατείαν διά την πατρίδα των, όλοι προθύμως ανεδέχθησαν να φροντίσωσι διά παν ό, τι ήτον δυνατόν να συντελέση εις επιτυχίαν αυτής· αλλ' αι απόπειραί των εματαίοναν τας ελπίδας των επειδή η Διοικητική Επιτροπή, μ' όλον ότι έδειχνε μεγαλωτάτην προθυμίαν, δεν επραγματοποιούσε την εκστρατείαν ταύτην, διότι δεν ηδύνατο να χορηγήση τας αναγκαίας τροφάς και πολεμοφόδια· εκτός τούτου ανεφύη και άλλο εμπόδιον διά την τρέχουσαν τότε διαφωνίαν μεταξύ του στρατηγού και αντιστρατήγου Νοταρά περί της συνάξεως των εν Κορίνθω εθνικών σταφίδων, πολλοί απεσταλμένοι των δύο τούτων οπλαρχηγών συνήθροιζον στρατιώτας εις Ναύπλιον, υποσχόμενοι μισθούς και προπληρόνοντες μάλιστα και ικανά.

Ημείς είμασθεν τρεις ντζοβαϊρτζήδες σύντροφοι· ένας από ημάς θέλει με γνώμην βεβαίαν, ότι εις τον κόσμον δεν ημπορεί να είναι άνθρωπος τελείως ευτυχισμένος και να μην έχη θλίψιν· εγώ είμαι εναντίας γνώμης· και δεν είνε καιρός που σε ήκουσα να ειπής, ότι περνάς μίαν τελείαν ευτυχίαν· ειπέ μας την αλήθειαν, σε παρακαλώ, αν είνε έτσι, ότι πολλά μας είνε αναγκαίον να μάθωμεν, και θέλεις μας κάμει μίαν μεγαλωτάτην χάριν.

Οπόταν η βασίλισσα εθεώρησεν ετούτους τους αβύσσους, έβγαλε μίαν μεγαλωτάτην φωνήν από τον φόβον της, και τέλος πάντων ο Χάνης έχασε κάθε υπομονήν και εμβήκεν εις αδημονίαν.

Ο βασιλεύς ευρισκόμενος πολλά ευχαριστημένος από εμένα, τόσον που με έλαβεν εις μίαν μεγαλωτάτην υπόληψιν και αγάπην, που μίαν ημέραν μου λέγει· ω υιέ μου, είνε καιρός διά να σου φανερώσω την γνώμην που αποφάσισα· εσύ μου εξαναεπέστρεψες την θυγατέρα μου, και έκαμες να χαροποιήσης ένα πατέρα πολλά θλιμμένον· όθεν επιθυμώ να σου κάμω την αντάμειψιν δίδοντάς σου την αυτήν θυγατέρα μου εις γυναίκα, και να σε κηρύξω και κληρονόμον της κορώνας μου.

Ο δε βασιλεύς δεν αναμέριζεν από το πλευρόν του αρρωστημένου του υιού, θλιβόμενος διά τον κίνδυνον της ζωής του· και εις βραχυλογίαν όλη η αυλή και η πολιτεία ήτον εις μεγαλωτάτην θλίψιν, και άλλο δεν ωμιλούσαν, παρά διά την ασθένειαν του υιού του βασιλέως, φοβούμενοι όλοι διά την υστέρησιν της ζωής του.

Εις ένα μέρος το υπόγειον ήτο τόσον χαμηλόν, που εκινδύνευσα να κτυπήσω την κεφαλήν μου εις την πέτραν, και να πληγωθώ, και μόλις επέρασα με μεγάλην προσοχήν εκείνο το στενόν μέρος, το οποίον με έκαμε προσεκτικώτερον εις το ακόλουθον ταξείδιον εις εκείνην την υπόγειον οδοιπορίαν με όλον που έτρωγα τόσον ολίγον, όσον δηλαδή το αναγκαίον προς το ζην, έσωσα τέλος πάντων όλα μου τα φαγητά· όθεν εις το εξής μην έχοντας άλλα να παρηγορήσω την πείναν μου, άρχισα να κυριεύομαι από μίαν αδυναμίαν και από ένα γλυκύν ύπνον· πόσον όμως εκοιμήθην, δεν ηξεύρω· αλλ' όταν εξύπνησα έμεινα εκστατικός, βλέποντας μίαν μεγαλωτάτην και ευρύχωρον πεδιάδα, και την καλαμωτήν μου δεμένην εις την άκρην του ποταμού, και εκεί πλησίον πολλούς Αράπηδες που με εθεωρούσαν· εσηκώθην ευθύς ως τους είδον και τους εχαιρέτησα, και αυτοί μου ωμίλησαν, αλλ' εγώ δεν εκατάλαβα την διάλεκτόν τους.

Την πρώτην ημέραν ελάβαμεν ένα πολλά ευτυχισμένον αέρα, και εκάμαμεν πολλήν στράταν· μα την δευτέραν ημέραν ο αέρας άλλαξε, και έγινε τόσον σκληρός που επροξένησε μίαν μεγαλωτάτην φουρτούνα, τόσον που οι ναύται έχασαν όλην τους την ελπίδα, και άφησαν το τιμόνι, διά να υπάγη το καράβι εις την διάκρισιν του αέρος, και εστάθη ένα θαύμα που δεν εκαταποντισθήκαμεν.