United States or Solomon Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκείνος κουβαλούσε σταφύλια με τα κοφίνια και τα πατούσε, ρίχνοντάς τα στα πατητήρια, κ' έφερνε το μούστο στα βαγένια· εκείνη ετοίμαζε φαΐ για τους τρυγητάδες και τους κερνούσε κρασί παλιό και τρυγούσε από τα κλήματα τα πιο χαμηλά· επειδή στη Λέσβο όλα τα κλήματα είναι χαμηλά κι όχι στηλωμένα, μήτε δράνες· κ' οι κληματόβεργες απλόνουνται χάμω στη γις και σέρνουνται σαν κισσοί· μπορεί να φτάση το σταφύλι και παιδί, που μόλις έχουνε λυθή τα χέρια του από τα σπάργανα.

Κι ο Δρύαντας, αφού σηκώθηκε και πρόσταξε να του παίξουνε βακχικό σκοπό, τους εχόρεψε χορό του τρύγου· κ' εφαινόταν πότε σαν να τρυγούσε, πότε σαν να κουβαλούσε κοφίνια, έπειτα σαν να επατούσε τα σταφύλια, κατόπι σαν να εγέμιζε τα πιθάρια και στο τέλος σαν να έπινε μούστο.

Την έβλεπον να φέρη με τα κοφίνια εκείνα τα σπάνια πλατοκούκκια, τρυφερά και μεγάλα, ευωδιάζοντα άνοιξιν, και τες εύμορφες στρογγυλές και βυσσινοβαμμένες αγγινάρες, την εζήλευον. Την έβλεπον να φορτώνεται αβασταγιές το πρωί με την δρόσον τα τρυφερά μάραθα και τα δροσόπλαστα κρεμμυδάκια και το ευώδες ηδύοσμον, που ευωδίαζεν ο δρόμος όταν περνούσε με το πεταχτόν εκείνο βάδισμά της, την εζήλευον.

Βαρκούλες ολοένα σίμοναν από τ' ανοιχτά της θάλασσας, τράτες κατάφταναν πανιά μαζεύουνταν άγκουρες έπεφταν καραβόσκοινα δένουνταν σε πάλους. Άλλες πάλε αμολιώνταν πέρα στο Γαλαξείδι με τα πανάκια τους φουσκωμένα στο βραδινό αγέρι. Ξυπόλητοι κι ως το γόνα γυμνοί, οι ψαράδες ξεφόρτωναν από τις βάρκες στην ακρογιαλιά τα κοφίνια τους γεμάτα από σπαρταριστά μπαρμπούνια και λεθρίνια και μελανούρια.

Ο Γέρο Μελιγκόνης, πρώτος πάντα να μάθη τα νέα και να διαβάση την εφημερίδα, πετάχτηκε από το σκαμνί του. — Να το, φάνηκε! Να ιδούμε τι νέα μας φέρνει ο «ατμός». Το βαπόρι φάνηκε τώρα καθαρά στη μπούκα του λιμανιού. Ο κόσμος έτρεχε κάτω στη σκάλα, οι βάρκες ξεκινούσαν γεμάτες μπαούλα και κοφίνια. Ο Μελιγκόνης ξαφνιάστηκε. — Κάτι τραβάει μαθές πίσω το βαπόρι. Ένα μπρίκι.

Εκ της σκέψεως ταύτης απέβαλε πάσαν υπόνοιαν, και επίστευσε του λοιπού εις την αθωότητα του Τρέκλα. — Άκουσε, τω είπεν είσαι κηπουρός; — Ναι. — Και υπηρετείς το μοναστήρι; — Ναι. — Με μισθόν; — Ε!... ας πω πως μου δίνουν και μισθόν, είπε σαρκαστικώς ο Τρέκλας. — Λοιπόν δεν είσαι ευχαριστημένος; — Ευχαριστημένος; ναι. Πλέκω όλην την ημέραν κοφίνια και ο Χόμο μου κάμνει συντροφιά.

Μα γιάειντα δεν έρχεσαι; Ο δε Θωμάς εξηκολούθει το ατελείωτον, το απελπιστικόν έργον του και δεν απεμακρύνετο από την θέσιν του σχεδόν παρά μόνον διά να μεταφέρη εις τον ποταμόν τα καλάθια και τα κοφίνια του διά να τα βρέχη. Και ως διά να απελπίση τελείως τον Μανώλην, του ανεκοίνωσε μίαν ημέραν το σχέδιόν του να ιδρύση προ της οικίας του αποσταλακτήριον, διά να κατασκευάζη ρακήν από μούρα.

Έπειτα είπε: — Μούδε Ισδραέλη θωρώ 'γώ, μούδε διάολο. Θωρείς τονε συ, Πηγιό; — Μόν' ο ιμάμης τόνε θωρεί, εξήγησεν η Ρηγινιώ. Αλλ' ενώ ο Μανώλης επερίμενε να ίδη τον ψυχοβγάλτην των Τούρκων, είδε κάποιον άλλον ουχ' ήττον επίφοβον. Από το απέναντι βουνόν της Καβαλαράς κατέβαινεν ο Θωμάς φορτωμένος με κλώνους λιγαριάς, με τους οποίους πλέκουν τα καλάθια και τα κοφίνια.