Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025
Εγνώριζα ότι το πρωί, άμα τη ανατολή του ηλίου συνήθως ελούετο. Έκαμα δύο-τρία βήματα χωρίς τον ελάχιστον θόρυβον, ανερριχήθην εις τα άνω, έκυψα με άκραν προφύλαξιν προς το μέρος του άντρου, καλυπτόμενος όπισθεν ενός σχοίνου και σκεπτόμενος από την κορυφήν του βράχου, και είδα πράγματι, ότι η Μοσχούλα είχε πέσει αρτίως εις το κύμα γυμνή, κ' ελούετο . . .
Της εφάνη ότι είδεν εκεί και τον καπετάν-Τσούρμαν τον Παπαργυρόν γελαστόν, φαιδρόν, καπνίζοντα το τσιμπούκι του, γυρμένον εις ένα παχύν κλώνον του σχοίνου. Η αιφνιδία χαρά του φαντάσματός της έπληξε την πονεμένην καρδίαν της κ' έπεσε λιπόθυμος η γραία, την στιγμήν, καθ' ην κραυγάζουσα: «παιδάκι μου!» ενηγκαλίσθη ένα ξηρόν ελαίας κορμόν, προ των ποδών της.
Δύο χωρικοί όρθιοι, πέντε βήματα μακράν του ψητού, της φλάσκας και του σχοίνου, ίσταντο και συνωμίλουν ζωηρώς. Είχαν εύρη την ώραν και τον τόπον να λογομαχήσωσι δι' έν χωράφιον τεσσάρων στρεμμάτων, περί του οποίου εμάχοντο από ετών. Αντικρύ, προς μεσημβρίαν, επί του βραχώδους λόφου, ανάμεσα εις πέντε βράχους, εις τρία μονοπάτια και εις κρημνόν, ευρίσκετο το διαφιλονεικούμενον χωράφιον.
Ο πυθμήν δεν ήτο ορατός ένεκα του σκότους. Ο βοσκός ήτο τολμηρός, εξετύλιξε το σχοινίον, όπερ έφερε περί την οσφύν διά σκοπούς χρησίμους εις το επάγγελμα και προσέδεσε λίαν σφιγκτώς την άκραν αυτού εις τον κορμόν σχοίνου, το δε μήκος του σχοινίου κατεβίβασεν εις το βάθος της οπής.
Αντικρύ, παρά την ρίζαν ενός σχοίνου, ίστατο μεγάλη οκταόκαδος φλάσκα. Εκ του τρόπου μεθ' ου ίστατο ακουμβημένη εις το κλαδίον του σχοίνου εφαίνετο πλήρης οίνου, μοσχάτου και μαύρου μεμιγμένου.
Αν είνε διά κουτοπονηριάς και αλληλομαχίας ήσαν πρώτοι, από του άρχοντος των μέχρι του τελευταίου χωρικού. . . Ένα μόνον εγνώρισεν εις το Μεσολόγγι, τον Βέρραν, ριψοκίνδυνον άνδρα, πλήρη πατριωτικής φλογός, παράτολμον μέχρι τρέλλας, σκληροκρέατον ώστε διαρκούσης της μάχης να φράσση τας οπάς των σφαιρών όσας ελάμβανεν επί του σώματός του διά χονδρών κλάδων σχοίνου, και τον οποίον ήκουσεν ότι εφονεύθη επί Ιμπραΐμ έξω του χωρίου του, του Βαρθολομιού, μέσω σωρείας εχθρικών πτωμάτων.
Μακρόθεν παρουσίαζε θέαν ισοσκελούς τριγώνου, ου αι πλευραί κατεκαλύπτοντο υπό ούλων θάμνων ερίκης και σχοίνου και τίνων αγριελαιών, αίτινες προς την κορυφήν ήσαν πυκναί ως τι δασύλλιον. Λησμονήσας προς ποίον μέρος είχεν αφήσει την λέμβον, απεφάσισε να επανέλθη, εκ της αυτής ακτής, κ' υπέστρεφε λοιπόν ως μονήρης αλκυών, αναπηδών τους θαλασσωμένους σκοπέλους.
Α δε βρω να την πουλήσω να κάμω χαρτσ'λήκι, την ξεφαντώνουμε κανένα μεσ'μέρι με την παρέα, εδώ. — Θα κατεβώ εγώ, απήντησεν ισχυρογνώμων ο Στάθης. . . . Ελάτε, παιδιά, να μη χασομερούμε. Έφεραν μακρόν σχοινίον δέκα οργυιών. Έδεσαν την μίαν άκρην εις μέγαν κορμόν πελωρίου σχοίνου, βάλλοντος δίπλα εις το παρεκκλήσιον.
Ήθελε να πηγαίνη και εις την πανήγυριν του αγίου Ιωάννου, έξω εις την ερημικήν εκκλησίαν του, εις το Κάστρο, αλλ' η καρδιά της δεν αντείχε να βλέπη την χαράν και φαιδρότητα των πανηγυριζόντων. Ουδ' εβάστα πλέον η ψυχή της ν' αντικρύζη την θέσιν, όπου άλλοτε, με το παιδάκι της κατεσκήνωσεν, εν τη εορτή, όπισθεν ενός χλοερού σχοίνου, μεγάλου, δενδροειδούς, σχηματίζοντος υπήνεμον σπηλαιάν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν