United States or Jordan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτοί εις τέτοιαν διήγησιν ενεκρώθησαν, και με εκύτταζαν τρεμάμενοι και φοβούμενοι μήπως και έχασα το λογικόν μου που είδα την Ρετζίαν· εγώ εγνώρισα την υποψίαν τους, και τους είπα· μη φοβάσθε πως εγώ έχασα το λογικόν μου, μα σας ομολογώ πως δικαίως ετρελλάθηκαν όσοι την είδαν, και εις τον ίδιον καιρόν τους έκαμα μίαν διήγησιν διά τα όσα απέρασαν υποκάτω εις εκείνους τους ίσκιους, και πως ήθελα ακόμη να ακολουθήσω διά να πηγαίνω εις εκείνον τον τόπον, διά να πασχίσω να αρέσω της Ρετζίας.

Και εκείνος, αφ' ού ήκουσε ταύτα με αταραξίαν, εγέλασε και είπεν· Αλλοίμονον, Σιμμία, βεβαίως δυσκόλως ήθελα πείσει τους άλλους ανθρώπους, ότι δεν νομίζω ως συμφοράν αυτό οπού μ' εύρε, όταν βέβαια δεν ημπορώ να πείσω ούτε σας· να φοβάσθε μήπως τώρα ευρίσκομαι κάπως εις περισσοτέραν λύπην· και, καθώς φαίνεται, σας φαίνομαι ότι είμαι κατά την μαντικήν τέχνην κατώτερος από τους κύκνους, οι οποίοι, ότε ήθελον καταλάβει ότι μέλλουν ν' αποθάνουν, εν ώ ψάλλουν και εις τον προηγούμενον καιρόν, τότε ίσα ίσα ψάλλουν περισσότερον και καλύτερον, χαίροντες, διότι μέλλουν να υπάγουν πλησίον του Θεού, του οποίου είναι υπηρέται.

Ελάτε κοντά μου, εφώναζεν, ελάτε γρήγορα να κρυβήτε σ' αυτήν την λόχμη. Μη φοβάσθε, θα σας γλυτώσω, αν δεν με σκοτώση κ' εμένα ο κυνηγός, αν δεν με φάγη ο σκύλος.

Είτα έψαξε τον Νάσον, εύρεν άλλα τόσα και εις αυτού το θυλάκιον, ακολούθως απέπεμψε τα δύο παιδία. — Πηγαίνετε τώρα και μη φοβάσθε, άλλη φορά να μη μαλλώνετε. Ο Γιάννης ο Παλούκας δεν είχε πώς να μεθύση και πώς να εορτάση τα Χριστούγεννα, εκείνην την χρονιά.

Εκεί που επατούσαν αι δύο γυναίκες, εις το παρδαλόν σκότος, ήτο άκρα μοναξιά, δεν εφαίνετο ψυχή ζώσα. Ω, καλύτερον να μην ήτο ψυχή ζώσα την ώραν εκείνην, διά την Κουμπίναν, και διά την Λελούδαντην τρομάρα που πήραν αι δύο γυναίκες! — εις το μέρος αυτό. Δύο άνθρωποι, κρυμμένοι όπισθεν βράχου, εις τον όχθον του δρόμου, ωμίλησαν ελληνιστί. — Σταθήτε! μη φοβάσθε... — Ωχ! τι είνε; Αχ!

Εγώ καθώς τους είδα να τα χοντραίνουν έτσι μεταξύ των, ηθέλησα να γυρίσω το πράγμα εις το αστείον και είπα εις τον Κτήσιππον: — Μου φαίνεται, Κτήσιππε, ότι εμείς οφείλομεν να δεχώμεθα από τους ξένους μας ό,τι έχουν την ευχαρίστησιν να μας δίδουν και να μην καθήμεθα να συζητούμεν διά τας λέξεις· διότι, αν γνωρίζουν κατ' αυτόν τον τρόπον να θανατώνουν τους ανθρώπους, ώστε από κακούς και αμαθείς να τους ξανακάνουν καλούς και σοφούς, και ευρήκαν είτε αυτοί μόνοι των είτε από κανένα άλλον έμαθαν αυτό το θαυματουργόν είδος της καταστροφής και του ολέθρου, ώστε να χαλούν ένα παλιάνθρωπον και εις την θέσιν του να παρουσιάζουν έναν άνθρωπον της προκοπήςεάν, λέγω, γνωρίζουν αυτήν την τέχνην, και θα την γνωρίζουν βέβαια, αφού μας το διεβεβαίωσαν προ ολίγου, ότι αυτή είναι η νέα τέχνη των που την ανακάλυψαν τώρα κοντά, να κάνουν τους ανθρώπους από κακούς καλούς, ας τους παραχωρήσωμεν αυτό που μας ζητούν: ας θυσιάσουν τον νεαρόν φίλον μας, φθάνει να μας τον ξανακάμουν άνθρωπον με γνώσιν και νουν, και ακόμη και όλους μας εμάς τους άλλους· και αν σεις οι νέοι φοβάσθε, δέχομαι εγώ, σαν άνθρωπος χωρίς αξίαν, να γίνη το πείραμα επάνω μου· διότι καθώς είμαι και γέρος, υποβάλλομαι προθύμως εις αυτόν τον κίνδυνον και παραδίδω τον εαυτόν μου εις τον φίλον μας τον Διονυσόδωρον, ως να ήτο η Μήδεια από την Κολχίδα.