United States or British Virgin Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τώρ' όμως εσύ πήγαινε, να μη σε νοιώσ' η Ήρα· Κ' εγώ αυτά εγνοιάζομαι, για να τα τελειώσω. Κ' έλα με το κεφάλι μου να νεύσω, να πιστεύσης. Γιατί αυτό 'ν' το μέγα μου μες τους θεούς σημείον· Το πώς με το κεφάλι μου εγ' ό,τι και αν νεύσω, Δεν απατά, και δεν γυρνά, κι' ατέλειωτον δεν μένει.

Και γύρνα, την Πεντάμορφη γυναίκα σου να πάρης. Το λέει ο πετροκότσυφας 'ςτό δροσερό τ' αυλάκι, Το λεν 'ςτά πλάια η πέρδικες, 'ςτήν ποταμιά τ' αηδόνια. Το λέν 'ςτ' αμπέλια η λυγεραίς, το λεν με χίλια γέλοια, Το λέει κ' η Γκόλφω η ώμορφη, το λέει με το τραγούδιΑμπέλι μου, πλατύφυλλο και καλοκλαδεμμένο, Δέσε σταφύλια κόκκινα, να μπω να σε τρυγήσω, Να κάμω αθάνατο κρασί, μοσχοβολιά γιομάτο.

Με αμάξι 'στους δρόμους γυρνά. έως κάτω κι' αυτόν προσκυνούν, με μεγάλους μεγάλος περνά και καυχάται πως έχει και νουν. Με μεσίτας γεμίζουν οι δρόμοι, ποία φύσις τριγύρω πεζή! Μα συ μόνο δεν νοιόθεις ακόμη, πως με στίχους ο κόσμος δεν ζη; Γιατί δίχως φροντίδα κοιμάσαι, και για κλέφτες πεντάρα δεν δίνεις; πιο καλά απ' αυτούς να φοβάσαι, παρά 'ξένοιαστη τόσο να μείνης.

Τι θέλεις, γέρε; Τι ζητείς; Θαρρείς ότι το χρέος θα φοβηθή να ομιλή, ενώ η κολακεία εξαπατά την δύναμιν; Να ομιλή με τόλμην είναι το χρέος της τιμής, εάν η εξουσία γυρνάτην τρέλλαν. — Πρόσμεινε· μη την καταδικάζης· σκέψου καλά· χαλίνωσε την βίαν την φρικτήν σου. Η κεφαλή να μου κοπή, αν η μικρή σου κόρη σε αγαπά 'λιγώτερον εκείνη απ' ταις άλλαις.

ΦΑΣΟΥΛΗΣ Δι' όσα κι' αν μου φλυαρής δεν δίνω μια δεκάρα... τα χείλη μου δεν έγιναν καμμιάς φουβού και σκάρα, αν δε τοιαύτα κατ' αυτών μ' ακούης ν' απαγγέλω μα πάντοτε τας αγαπώ και το καλό των θέλω, κι' αν, όπως τώρα χημικοί με βεβαιούν μεγάλοι, τα πύρινά μου δάκρυα χλωρούχον είναι κάλι, φαντάζομαι τα δάκρυα της γυναικός τι θάναι σαν βλέπη τα φουστάνια της πως άσχημα της πάνε, ή όταν είς εκ των πολλών Πριγκήπων 'στό Παλάτι δεν την χορεύη πού και πού και της γυρνά την πλάτη, ή όταν η βελόνα της το χέρι της τρυπήση, ή όταν σώνει και καλά γυρεύη να σε πείση περί της παρθενίας της, περί της πίστεώς της, με τα οποία καταντάς της Μιχαλούς χρεώστης.

Τώρα για ιδέ το τέλος του, κύταξε τα στερνά του. — — Σώπα, παιδί μου, μη το λες, μου είπε απ' αγάλια εκείνη. Αυτός ποτέ δεν 'κούστηκε ν' αρπάζη, να ξεγδύνη. Γύρνα και κύτα' τα βουνά τον κλαίν 'σάν βασιληά τους, Και 'σάν αδέρφι τους πιστό η βρύσαις, τα κλαριά τους.

Αγαπημένε, ησύχασε, και νόμο δεν ξέρει ο κόσμος άλλο απ το χαμό· ω γύρνα πάλι στο θαμπό σου δρόμο και παρηγοριά ας σου είναι στον καημό, πως ένα πάσχισμα αχ! ναυαγημένο σκληρότερο είναι απ' όνειρο κομμένο.

Άκουσε τι έχω να σου ειπώ στην υστερνή μου ώρα: Δεν έχω πλούτη να σ' αφήσω, γιατί η Τύχη δε θέλησε ποτέ να με βοηθήση, θα σ' αφήσω όμως τρεις συμβουλές: Η μια είναι: «&Ή μικρός παντρέψου ή μικρός καλογερέψου&» Η άλλη: «&Μικρός ξενιτέψου και μεγάλος γύρνα σπίτι σου&». Κι' η τρίτη: «&Κάλλιο μια συμβουλή καλή παρά χίλια φλωριάΑυτές οι τρεις συμβουλές, παιδί μου είναι καλύτερες απ' όλα τα πλούτη του κόσμου.