United States or New Zealand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κη σιωπή της όμως έλεγε τη σκέψη της, κιαπόφευγε συνάμα να πη πράμματα δυσάρεστα, που δεν ήθελε να τα πη. Ταπόγεμα ήρθε μια θεια μου κιάκουσα τη μητέρα μου να της λέγη: — Ήρθε κη Βαγγελιά τον Δεσποινιού κήρχιξε το Γιωργή τα φιλιά. Ήθελα νάσουνε να δης πως ήκανε . Σα νάθελε να ρουφήξη το αίμα του κοπελιού!

Γυρίζει ο γύφτος το σουβλί... Το χέρι του ανεμίδι... Κι' όταν εμένανε νεκρά καμμιά φορά από δείλια Ταφωρεσμένα δάχτυλα και τάφρυγεν η πύρη, Τότε ξυλιαίς και σάλαγος, κεντήματα και πέτραις. Φωνάζει κι' ο Χαλήλμπεης... — Παληόγερε, ανδρειέψου... Μέριασε εκείνο το δαυλί... για ιδές, ανάθεμά το Τι γλώσσαις όπου επέταξε, και πώς τον έχει ζώση!... Θα τον ρουφήξη γρήγορα... Ταράξου.. μέριασέ το...

ΔΟΡΑΝΤ Αν δυσκολεύεσθε, ν' αποτανθώ αλλού. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Όχι, κύριε. Δε θα ευχαριστηθή αν δε σε δη χρεωκοπημένο. Σιωπή, σου λέω! ΔΟΡΑΝΤ Αν δυσκολεύεσθε, δεν έχετε παρά να μου το πήτε. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Καθόλου, κύριε. Είνε ένας πλάνος πρώτης τάξεως. Θα σου ρουφήξη και την τελευταία πεντάρα. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Μεγάλη μου τιμή, κύριε· θα γίνη αμέσως η επιθυμία σας.

Άξαφνα δε μπορεί πλιο, δε δύνεται, και κάθεται στο μαρμαρένιο σκαλοπάτι ενού παλατιού. Εκάθησε ν' ανασάνη· να ρουφήξη ακόμα λίγο ήλιο, λίγο αέρα, λίγη ζωή, μια στάλ' ακόμα, που της χρειάζεται σήμερα . . . Και χαμογελά, δεν παύει να χαμογελά, σαν να χαιρετά, σαν να στέλνη φιλήματα σ' όλα τριγύρω της.

Κ' είτανε μπόμπα που μόνος τη δούλεψε και μόνος την πέταξε. Έναν δεν είχε πλάγι του να του δώση κουράγιο. Όχι, στεκότανε &μια& κοντά του. Σωστή Μπουμπουλίνα σε τέτοιους πολέμους. Μια που μπορούσε να τους ρουφήξη τους φίλους μας εκεί μέσα. &Επιστήμη& την έλεγαν την αγαπητικιά του. Θα μου πης, είναι το λοιπόν κι αυτός δάσκαλος; Ναι, από κείνους που θάχη το Έθνος σαν ξεφορτωθή το &Δασκαλισμό&.

Γύριζα πρόβατο χαμένο πριν και στην ασέλγεια παραδομένο είχα το σώμα μου, σ' επιθυμίες, σε οινοφλυγίες, πότους και ειδωλολατρείες αθέμιτες· μα τώρα τα έχω ανοιγμένα τα μάτια, γιατί ο Αντίχριστος, ίδιο λιοντάρι πεινασμένο μουγκρίζει, έτοιμος το στόμα του ν' ανοίξη κορμιά ανθρώπων να ρουφήξη. Θέλω στο πλευρό μου άντρα μου κάθε νύχτα να σε νοιώθω.

Περνούσε από τις γειτονιές ο Λαζαράκης να κατεβή στο παζάρι και τα παιδιά τρέχανε από πίσω του και φωνάζανε: «Ο καμπούρης, ο καμπούρηςΈμπαινε στα μαγαζιά ο Λαζαράκης να ρουφήξη κανένα κρασάκι, και οι παρέες του φωνάζανε: «Ε ! Λαζαράκη, βάρδα μη μας ρίξης τη λάμπα». Σήκωνε τα μάτια του να κυττάξη καμμιά όμορφη ο Λαζαράκης και τα κορίτσια μπήγανε τα γέλια: «Της την έκαψες την καρδιά, Λαζαράκη.

Πώς δεν το ξέρω! απήντησεν εν πεποιθήσει ο αγρότης· το ξέρω βέβαια· μα δεν είνε να ζυγώση άνθρωπος εκεί κοντά· θα τον ρουφήξη χωρίς άλλο το μάτι· κι' από μακρυά ακόμα, ειμπορεί να τον τραβήξη, αν δεν φυλαχτή. Εμείς το ξέρουμε, κι' όταν ψάχνουμε για χέλια μες το βούρκο, φυλαγόμαστε και δεν σιμώνουμε καθόλου σ' εκείνο το μέρος. Ο πραγματευτής εταπείνωσεν άπελπις την κεφαλήν.

Αν δε μας φάη η θαλασσα τούτη τη φορά, θα μας φάη το στρώμα», είπε από μέσα του... Παναγιά, βόηθα! Ένα κύμα θεόρατο στυλώθηκε μπροστά σα βουνό κ' έκρυψε τον ουρανό. Η ψυχή στα δόντια ολονών. Η «Αθηνά» πετάχτηκε σαν καρυδόφλουδο στα μισούρανα, έγυρε με τα πανιά γεμάτα κ' επλάγιασε με την μπάντα. Και ύστερα βουτιά. Μα τι βουτιά, Παναγία μου! Καταπιόνας άνοιξε η θάλασσα να την ρουφήξη.

Τον μαυροφόρον θάνατον θα πάω να προφθάσω τον βασιλέα των νεκρών, κάτω εκεί στον τάφο έτοιμον των θυμάτων του το αίμα να ρουφήξη. Κ' αν πέσω απάνω του άξαφνα και με τα δυο μου χέρια καλά τον σφίξω, βέβαια κανείς δεν θα μπορέση να μου τον πάρη από εκεί, αν πρώτα δεν αφήση από τα ματωμένα του πλευρά του την γυναίκα.