Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025


Ο τύραννος, του οποίου η καρδία δεν εγνώριζεν ειμή το αίσθημα του εγωισμού και του φόβου, ήτο πεπεισμένος ότι τοιούτον εγγυητήν ήτο αδύνατον να εύρη ο Φιντίας· επί τη πεποιθήσει δε ταύτη είπεν ότι τω παραχωρεί την ζητηθείσαν άδειαν, αν παρουσιάση άλλον αναδεχόμενον την καταδίκην εν ελλείψει αυτού.

Η βοή η νεκρά της φωνής των συνωδεύθη ήδη υπό τινος γογγυτού μυστηριώδους: — Ωχ! — Μωρέ εδώ είνε ο κατακαϋμένος! Παρετήρησεν εν πεποιθήσει ο ποιμήν. Και συγχρόνως ιδών το ρήγμα της χιόνος το σχηματισθέν κατά την πτώσιν του Μπάρμπα-Σταύρου, είπεν ως ενώπιον κινδύνου. — Καρδιά, παιδιά, καρδιά, και τον ηύραμε! — Νά, είπον και οι λοιποί. Εδώ εις το μέρος αυτό είνε χανδάκι.

Ο νέος την εκύτταζε κατάμματα. — Έχε υπομονή, και θα σε βγάλω απ' την απορία. Τώρα θα την ιδής να βάλη πλώρη το Τραχήλι. — Πώς το ξέρεις; είσαι μάγισσα; — Ναι, είμαι...είμαι μάγισσα! είπεν αύτη εν πεποιθήσει. Ο Μαθιός ησθάνθη αόριστον φόβον εις το σπινθηρίζον βλέμμα της. Την ιδίαν στιγμήν, η σκαμπαβία εστράφη οριστικώς προς ανατολάς, κ' επανέλαβε ταχύτερον τον δρόμον της.

Και τώρα, καθώς εστάθη πάλιν ενώπιόν του αμηχανούντος και ενδοιάζοντος Πραίτωρος, ήρχισεν η έκτη, η τελευταία, η ταραχωδεστέρα και πλέον εναγώνιος φάσις της τρομεράς ταύτης εξετάξεως. Τώρα ήτο καιρός διά τον Πιλάτον να πράξη εν καθαρά πεποιθήσει, σώζων εαυτόν διά πάντοτε από της αμαρτίας του αθώου αίματος.

Τα κύματα έπληττον προκλητικώς τας πλευράς του σκάφους, ως να ενέπαιζον σκληρώς την αγωνίαν και απόγνωσιν του δυστυχούς τούτου. Είχε περιέλθει εις το έσχατον σημείον της απογνώσεως, και θαύμα μόνον ηδύνατο να τον σώση. Και το θαύμα τούτο συνέβη πράγματι. Τουλάχιστον ο Βελμίννης διηγείτο τούτο, και εφαίνετο πιστεύων εν πεποιθήσει ότι είχε συμβή.

Η αγανάκτησίς των δεν είχε πλέον όρια· εκόχλαζε προ τόσου καιρού, ο φανατισμός των ώστε η μικρά αυτή αφορμή ήτο ικανή να τους κάμη να τον κατασπαράξουν, πιστεύοντες εν ακραδάντω πεποιθήσει ότι ούτω θα ευηρέστουν τον Θεόν. Ο Δημήτρης έβλεπεν ήδη φανερά ότι δεν ήτο δυνατόν να συζήση εις το εξής μετά των συγχωρικών του. Φωνή λαού, οργή Θεού! Δεν τον ήθελε πλέον κανείς εις το χωρίον.

Πώς δεν το ξέρω! απήντησεν εν πεποιθήσει ο αγρότης· το ξέρω βέβαια· μα δεν είνε να ζυγώση άνθρωπος εκεί κοντά· θα τον ρουφήξη χωρίς άλλο το μάτι· κι' από μακρυά ακόμα, ειμπορεί να τον τραβήξη, αν δεν φυλαχτή. Εμείς το ξέρουμε, κι' όταν ψάχνουμε για χέλια μες το βούρκο, φυλαγόμαστε και δεν σιμώνουμε καθόλου σ' εκείνο το μέρος. Ο πραγματευτής εταπείνωσεν άπελπις την κεφαλήν.

Πώς το λέγεις αυτό; είπε. — Εμέ δεν με ηρώτησε κανείς αν είμαι ή δεν είμαι βαπτισμένη, και κανείς δεν ειξεύρει ότι είμαι αβάπτιστη. — Και όμως όλοι σ' έχουν δι' αβάπτιστην. — Απατώνται, είπεν εν πεποιθήσει η Αϊμά. — Τότε θα έχης πιστοποιητικόν της βαπτίσεώς σου. Αν είν' έτσι, δείξέ το και απαλάττεσαι. — Δεν ειξεύρω εγώ πιστοποιητικόν, είπεν η Αϊμά. Αλλ' είμαι βαπτισμένη. — Πώς θα μας πείσης;

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν