United States or Uganda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έλα, έλα και θα σου πω, της κράζει η Ασήμω. Άφινέ τα τά κοτόπουλα κ' έρχουνται μοναχά τους. Έλα, και θα το δης το πουλί που σου φέρνω. Ζυγώνει σιγοπερπατώντας η σκυφτή γριούλα, και της λέει. — Τι 'ναι μαθές αυτά που γυρεύεις πάλε να μου πουλήσης στα γεράματά μου; Πώς γίνεται και δε μούφερες μαθές ξύλα απόψε; Τα γόνατά μου κοπήκανε μάζευε μάζευε κούτσουρα.

Με τη γριούλα μπροστά, όλες νιες και γερόντισες, μ' ένα χαμόγελο στα χείλη, και με τα δάκρια κρυσταλλωμένα στα μάτια και στα μάγουλα, ανάμεσα στη δροσιά της βραδιάς, τριγυρισμένοι απ' όλο τον κοσμάκη πόκανε χάζι γύρω άρχισαν το τραγούδι τους, τραγούδι της παρηγοριάς ανάμεσα στη λύπη τους, ενώ τα κυματάκια απλόνουνταν μαλακά εκεί μπροστά τους κ' οι βαρκούλες και τα καϊκάκια στο λιμάνι σειώνταν καμαρωτά και καθρεφτίζουνταν απάνω στα καταγάλανα τόρα νερά της θάλασσας: Παρακαλώ σε Παναγιά.

Από τη μια έμπαινε σπίτι με την ακριβή του Μιχάλαινα, κι από την άλλη οι παραφρενιασμένοι οι Τούρκοι έστελναν την Ασήμω να πάη και να μάθη ποιος την έπαιξε τη στερνή τη μπαλλοτέ. Έτρεξε η Ασήμω στης θειας της, κι απ' άκρες μέσες που άκουσε από τη γριούλα βρήκε πάλε μονομιάς το φταιξάρη. Λέει της γριάς πως πάει ναπονυχτερέψη με του Χουσεήνη το χαρέμι, πως τόταξε και πρέπει, αφού το ψωμί τους τρώνε.