United States or Guyana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το παράδειγμα της Γριάς μιμήθηκαν κι' η Μαριανθούλα με την υπηρέτρα, και για κάμποση ώρα όλη εκείνη η χριστιανικώτατη τριάδα προσεύχονταν μπροστά στους εφέστιους θεούς της, ενώ η φωτόλουστη καντήλα πήγαινε πέρα-δώθε ακόμα μπροστά στες εικόνες, που είταν ζωγραφισμένες σ' ένα παμπάλαιο τριμόρφι, και μαζύ με την καντήλα πήγαιναν πέρα-δώθε κι' οι αργυρόχρυσες αχτίδες της κι' έδιναν μιαν άγια όψη παρεκκλησιού σ' εκείνη τη χριστιανική κατοικία.

Στην άκρη κάμπου διάπλατου, σε ριζοβούνι δίπλα, Κένταγε λίμνην ώμορφη, σα νύφη στολισμένη, Μ’ άλλα νερά κατάργυρα, μ’ άλλα νερά γαλάζια, Κι’ απάνω της να τρέχουνε βαρκούλες πέρα-δώθε, Άλλες με κάτασπρα πανιά, σαν άσπρα περιστέρια, Κι’ άλλες μ’ ολάργυρα κουπιά να δέρνουν τα νερά της... Γλυκά ανακαθρεφτίζονταν στες λαμπερές της άκρες, Λόγγα, χωριά, βουνόπλαγα, ράχες και κορφοβούνια, Κοπάδια γιδοπρόβατα κι’ αμέτρητες αγέλες, Και σε μιαν άκρη απλόνονταν πανώρια πολιτεία , Με σπίτια μαρμαρόχτιστα και κάστρο αρματωμένο.

Κέντα μια πόλην ώμορφην, εφτάλοφη, μεγάλη, Με κυπαρίσσια αρίφνητα, μ’ ολόχρυσα παλάτια, Με πύργους, κάστρα και τζαμιά κι’ ευρύχωρα λιμάνια.... Κέντα, σαν κέρατο χρυσό κι’ ένα βαθύ λιμάνι, Κι’ απάνω του δυο μακρυά γεφύρια κυρτωμένα, Γεμάτα κοσμοσυννεφιά, να πάη πέρα-δώθε.... Στο στόμα αυτού του λιμανιού και παραμέσα ακόμα, Και παραέξω στο βαθύ, που μοιάζει σαν ποτάμι, Κέντα βαρκούλες άμετρες, κέντα καράβια μύρια, Άλλα να τρέχουν με φωτιά κι’ άλλα με τον αγέρα, Άλλα να πάνε πίσωμπρος κι’ άλλα να σταματούνε, Ανθρώπους και φορτώματα να μπάζουν και να βγάζουν... Κι’ από την δέξια τη μεριά, στου λιμανιού το έβγα, Κέντα μια ράχην ώμορφη με σπίτια και παλάτια, Κι’ απάνω της καταρραχής μιαν Εκκλησιά μεγάλη, Με τετρακόσια σήμαντρα κι’ εξήντα δυο καμπάνες, Κάθε καμπάνα με παπά και σήμαντρο με διάκο . Κέντα μπροστά στην Εκκλησιά μια απέραντη πλατεία, Γεμάτη ελληνικό στρατό, πεζούρα και καβάλλα, Σημαίες και σπαθιά γυμνά, ντουφέκια και κανόνια, Κι’ εμπρός στη θύρα την τρανή, στη μεσιανή τη θύρα, Κέντα φρουρά περίφανη, σε δυο γραμμές μεγάλες, Δυο τάγματα ευζωνικά μ’ όλο παιδιά βουνίσια, Κατακαθάρια κι’ ώμορφα, μ’ αφράτες φουστανέλλες.... Και κάτω από την Εκκλησιά, μες στον πλατύ το δρόμο, Κέντα με νου και με καρδιά δυο μακρυά φουσάτα: Τώνα ντυμένο στα χρυσά, τ’ άλλο ντυμένο μαύρα.... Στο ένα, το χρυσόντυτο, να λάμπη ο Βασιλιάς μας, Καβάλλα σ’ άτι αράπικο, με το σπαθί βγαλμένο, Και στ’ άλλο ο Πατριάρχης μας με το σταυρό στο χέρι.. Κι’ ολόγυρα στην Εκκλησιά, σα σύννεφο μεγάλο, Κέντα χιλιάδες Χριστιανούς, παιδιά, γυναίκες, άντρες, Να προχωρούν, μ’ αλλαλαγμό, για νάμπουν όλοι μέσα Στην Εκκλησιά τη διάπλατη, στο μέγα Μαναστήρι, Ν’ ακούσουνε τη λειτουργιά, που είταν κυνηγημένη, Τόσους αιώνες σκοτεινούς, τόσους αιώνες μαύρους... Ν’ ακούσουνε τη λειτουργιά, το νιοΧριστόςανέστη»&.