Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025
Μία εξ αυτών κατελήφθη υπό σπασμωδικού ακαταβλήτου γέλωτος και ενώ δια της μιας χειρός εκράτει τα στήθη της, δια της άλλης εκτύπα τον ώμον της Λενιάς: — Θεοσκοτωμένη, να σκάσω θέλω απού τα γέλια, σε καλό να μου βγούνε!
Ραψωδία Β Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθου κόρη, και από την κλίνη εγέρθηκεν ο γόνος τ' Οδυσσέα. ενδύθη και το κοφτερό 'ς τον ώμον έζωσε ξίφος, 'ς τα λαμπρά πόδια του καλά προσέδεσε πεδούλια, κ' εκίνησε απ' τον θάλαμον όμοιος των αθανάτων. 5 τους ψιλοφώνους κήρυκαις πρόσταξεν εν τω άμα τους κομοφόρους Αχαιούς εις σύνοδο να κράξουν αυτοί κηρύτταν, και γοργά συνάζονταν εκείνοι. και άμ' όλοι αυτού συνάχθηκαν και ομού συναθροισθήκαν, εκίνησε εις την σύνοδο, και το κοντάρι εκράτει, 10 όχι μόνος• γοργόποδες δυο σκύλοι ακολουθούσαν• και αυτόν με χάρι αμίλητη περιέχυνεν η Αθήνη• και όλ' οι λαοί τον θαύμαζαν ως έρχονταν• 'ς την έδρα κάθισ' εκείνος του πατρός και οι γέροι έδωκαν τόπο. και ο ήρωας 'ς αυτούς άρχισεν Αυγύπτιος ν' αγορεύη, 15 'που από τα γέρα ήταν σκυφτός κ' είχ' άπειρα 'ς τον νου του. ότι παιδί του αγαπητό 'ς το Ίλιον είχε πάει με τον ισόθεον Οδυσσηά, 'ς τα βαθουλά καράβια, ο λογχοφόρος Άντιφος, 'που ο Κύκλωπας ο άγριος φόνευσε κ' έφαγ' ύστερον 'ς τ' άντρο βαθύ για δείπνο. 20 του έμεναν τρεις• ο Ευρύνομος με τους μνηστήραις ήταν, κ' οι άλλοι δύο πρόσεχαν τους πατρικούς αγρούς τους• και όμως αναλησμόνητον πικρά τον έκλαι' ακόμη• γι' αυτόν τότε δακρύζοντας τον λόγον πήρε κ' είπε•
Παρήλθε πολλή ώρα και η Αρσινόη είνε εις τα γόνατα. Αδυνατεί να εγερθή . . . Είνε καθηλωμένη επί του εδάφους. Αίφνης αισθάνεται ότι της εγγίζουν τον ώμον. Είνε η τροφός, η οποία της ενθυμίζει την ώραν . . .
Ότε επέστρεψεν εις το χωρίον ο Χρήστος, στηριζόμενος εις τον ώμον του Γερομήτρου, αιματωμένος, πληγωμένος, με τα φορέματα σχισμένα, το χωρίον ολόκληρον κατεταράχθη. Το έμαθα αμέσως και έτρεξα να τον ίδω. Έζη εις του πατρός του, εις εκείνην την δίπατον οικίαν παρέκει από το καφενείον, εις τον δρόμον της εκκλησίας.
Σήμερα εμπήκα εις το δωμάτιόν της, με προϋπάντησε, και της εφίλησα το χέρι με χίλιες χαρές. Ένα καναρίνι επέταξεν από τον καθρέπτην εις τον ώμον της. Νέος φίλος! είπε, και το εμάβλισε στο χέρι της· είναι προωρισμένο για τα μικρά του. Είναι πάρα πολύ αγαπητόν! Ιδέτε το! Όταν του δίδω ψωμί, κτυπά τα πτερά του, και τσιμπά τόσο νόστιμα. Με φιλεί κιόλα. Ιδέτε!
Ούτος δεν ηδυνήθη να κρατηθή και το ήνοιξεν. Εφάνησαν δε τα φλωρία ακτινοβολούντα εις το σκότος. — Και της αλήθειας, &μέσα& είνε, είπε μειδιάσας. — Τώρα; είπεν ο ξένος. — Ορισμός σας, είπεν ο Πρωτόγυφτος. Και προσήλθεν ευθύς προς την κλίνην της Αϊμάς. Έσεισεν αποτόμως τον ώμον της κόρης και την αφύπνισεν, αν εκοιμάτο ήδη. Ο Μάχτος ενόμισεν ότι βλέπει όνειρον, έσπευσε κατόπιν του πατρός του.
Ιδέ τας όσας είν' εκεί, και άκουσέ τας όλας, και δόσε την προτίμησιν 'ς εκείνην που τ' αξίζει· 'ς ταις άλλαις μέσα ταις πολλαίς κ' η κόρη μου θα ήναι, κι αν δεν αξίζη 'σαν αυταίς, ας μετρηθή μαζή των. Έλα μαζή μου. — Συ, μωρέ, τα πόδια σου 'ς τον ώμον, και την Βερώναν κύτταξε να πάρης δρόμον δρόμον.
Αν πάλιν περάσης εις την Ασίαν, θα εύρης και εκεί πολλά τα δραματικά• εν πρώτοις εις την Σάμον το πάθημα του Πολυκράτους και την μέχρι Περσίας περιπλάνησιν της θυγατρός του• ακόμη δε αρχαιότερα την ακριτομυθίαν του Ταντάλου και το γεύμα το οποίον προσέφερεν εις τους θεούς, την κατακρεούργησιν του Πέλοπος και τον ελεφάντινον ώμον του.
Είχε λοιπόν λάβει μίαν όλως ιδιαιτέρας τρυφερότητος φροντίδα διά τον ναόν τούτον, πολλάκις και άσβεστον κομίζουσα εις τον ώμον της, ίνα ασπρίση τα αποτριβέντα της ζωγραφιάς μέρη, νομίζουσα ότι ούτω συνετήρει τα λοιπά.
Η εκκλησιά εδιάβαζε, Κυριακήν πρωί, κ' ημείς οι δύο, ο Νικολός του Αγιώτη κ' εγώ, επήραμεν, εκείνος το ζεμπίλι στον ώμον — είχε βάλει μέσα, εκτός από τα μικρά οψώνια διά το εξοχικόν γεύμα μας, και το σίδηρον της σκαπάνης — εγώ δε εκράτουν επιδέξια, τάχα ως ραβδίον οδοιπορίας, το ξύλον ή το στηλιάρι της τσάπας αυτής, κ' εκινήσαμεν εις μελετημένην εκδρομήν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν