United States or Lesotho ? Vote for the TOP Country of the Week !


«Δεν ξέρω τι θα γίνουμεν, αν δεν κάμη ο Θεός κανένα θαύμα να μας βοηθήση. Τα ξύλα όπου ημπορώ να σηκώσω εις τη γέρική μου πλάτη ολιγοστεύουν καθημέραν, και συ αντίς τρεις χρειάζεσαι τόρα πέντε 'μέραις για να πλέξης μια κάλτσα. Η Μηλιά τρώγει 'λίγο, μα αγαπά να μοιράζη ψωμί εις τους πτωχούς και τα πουλιά. Συλλογούμαι τι θα γείνη αφού κλείσουμε τα μάτια.

Αν όμως, σάνε φιλιώνουνταν πάλε, φύλαγε η Ανατολή τον παλιό σεβασμό προς τη Δύση, ο λόγος δεν έρχεται μήτ' από τον Απόστολο Πέτρο μήτ' από άλλη παρόμοια παράδοση, παρ' από το μαγικό τόνομα της Ρώμης, που την έβλεπε πάντα η Ανατολή σα δοξασμένη μητέρα της, γέρικη ίσως και μα το ναι πεθαμμένη, μα σαν είδος μητέρα πάντα. Λόγος ανθρώπινος, κι όχι θεϊκός.

Ονειροθεμελιώνει με αγάπη και στοργή μέσα στη γέρική της υπνοφαντασιά παλάτια αρμονικά· ασύγκριτα τα χτίζει και περικλεί στα αθώρητα τα βάθη τους μια ζωή πανώρια, ονειρεφτή, για την αφρόπλαστην την κόρη της, μέσα σε άφτονα αγαθά και πλούτη ανιστόρητα και αφάνταστα. Λογιάζει και ονειρέβεται η γριά γλυκά.

Πέλαγο φως περεχύθηκε στη γέρικη όψη του, καθώς από τα σύννεφα ξαφνική αντηλιά σε βασίλεμα χειμωνιάτικο. Ως τα φυλλοκάρδια του πέρασε ο αγαπημένος του ο σκοπός, που γι' αυτόν έλπιζε, γι' αυτόνα δούλευε και χαίρουνταν όλη του τη ζωή. Παρατήρησε ο κόσμος την ταραχή της ψυχής του, και μήτε να τα κρύψουν πια δεν μπορούσαν τα δάκρια τους. Έκαμε να καθίση ο γέρος· δεν μπορούσε πια να σταθή.

Βάβω κι' αγγονιά είταν δυο πράγματα στον κόσμο, που το ένα είχε τόσο την ανάγκη τ' αλλουνού, που δε μπορούσε να ζήση το ένα χωρίς το άλλο! Αχ! δόσε, Θε μου! νερό στην κρουσταλλένια κι' αργυρογάργαρη βρυσούλα να ποτίζη τη γέρικη και κουφαλιασμένη βαλανιδιά!

Γέρικη και κουφαλιασμένη βαλανιδιά η βάβω, μ' ένα σωρό ξηρά κλωνάργια: έτοιμη να ξεραθή και να πέση σύρριζα κατά γης για να τη φάη η σαπήλα και να χαθή, κρουσταλένια κι' αργυρογάργαρη βρυσούλα η αγγονιά στη ρίζα της βελανιδιάς που έδινε, με το νάμα της, ζωή και την έκανε να βγάζη φύλλα... Χωρίς τη βαλανιδιά ασκήμιζε κ' αγιάζονταν η αργυρογάργαρη βρυσούλα, αλλά και χωρίς τη βρυσούλα, στέγνονε και χάνονταν η γέρικη βαλανιδιά.

Απάνω στο στρογγυλό λιθάρι, που το σκέπαζε ο γεροπλάτανος, καθότανε η αγάπη του. Με του λαγού την περπατησιά έφτασε ο κυνηγός στο στρογγυλό λιθάρι. Η βοσκοπούλα είχε ξαπλωμένο το άπλερο κορμί της απάνω στο λιθάρι κι' ακουμπούσε το ξέγνοιαστο κεφάλι απάνω στη γέρικη φλούδα του πλάτανου.