United States or Tonga ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δε σούπα πως δε μαφήκε να τση σιμώσω και πως μου παράγγειλε να μη ξαναπάω παρά μια βολά γι' αποχαιρετισμό; — Εγώ, παιδί μου Γιώργη, μόνο για τη ζωή σου φοβούμαι· μα σαν κατέω πως θάχης το νου σου, να πας, παιδί μου. Δε σεμποδίζω. Μόνο να θυμάσαι να μην κάτσης πολιώρα. Μείναμε σύμφωνοι, αλλά την άλλη μέρα μούπε ξάφνου: — Κατές είντα συλλογούμαι απ' οψές; Αν ήθελες να πας πάλι στον Άη Θωμά.

Και μάλλον από την αγωνίαν, παρά από τον καύσωνα, ο ιδρώς του κατέρρεεν εις μεγάλους θρόμβους από του μετώπου και των κροτάφων εις τον ταύρειον λαιμόν του. — Πάω να πιάσω δουλειά και πέφτω στη συλλογή και ξεχνώ τη δουλειά κι' όλο σένα συλλογούμαι και θέλω να σε 'δώ, ν' ακούσω τη φωνή σου γή σκιάς το χτύπο του πετάλου ταργαστηριού σου.

Ήγουν, σαν νάθελε το στόμα μου το χέρι να σπαράξη, οπού του δίδει την τροφήν! Αλλά θα τας παιδεύσω! Δεν χύνω άλλα δάκρυα... Ω! Να με κλείσουν έξω τέτοιαν νυκτιά!... Πέφτε, βροχή! Τέτοιαν αλύπητην νυκτιά! Ρεγάνη, Γονερίλη, εμένα; τον πατέρα σας; που μ' όλην την καρδιάν μου τα πάντα σας εχάρισα;... Ας μη το συλλογούμαι, μη με αυτήν την συλλογήν χάσω τα λογικά μου! Αρκεί! Αρκεί!

«Δεν ξέρω τι θα γίνουμεν, αν δεν κάμη ο Θεός κανένα θαύμα να μας βοηθήση. Τα ξύλα όπου ημπορώ να σηκώσω εις τη γέρική μου πλάτη ολιγοστεύουν καθημέραν, και συ αντίς τρεις χρειάζεσαι τόρα πέντε 'μέραις για να πλέξης μια κάλτσα. Η Μηλιά τρώγει 'λίγο, μα αγαπά να μοιράζη ψωμί εις τους πτωχούς και τα πουλιά. Συλλογούμαι τι θα γείνη αφού κλείσουμε τα μάτια.