United States or Montenegro ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όλην την ημέραν επλανώμην εις τα ρεύματα και τους αιγιαλούς, ανά την αγρίαν ακτήν, την βορεινήν και θαλασσοπλήγα, και μόνον το δειλινόν επανήλθον εις την έπαυλιν του Στόγιου διά να κοιμηθώ ολίγας ώρας. Όταν εξύπνησα, η σελήνη είχεν ανατείλει, αλλ' είχα χάσει τον ύπνον μου δι' όλην την νύκτα. Τα βήματά μου μ' έφεραν και πάλιν προς τον ναΐσκον της Αγίας Αναστασίας.

Λοιπόν έπεσε στα θεωτικά πράγματα. Έκαμε λειτουργίας πολλάς, και αγιασμούς, και παρακλήσεις. Επήρε τα ρούχα του γυιου της, και τα έβαλε να λειτουργηθούν υπό την Αγίαν Τράπεζαν. Επαίδευσε τον εαυτόν της με πολλάς νηστείας, αγρυπνίας, και γονυκλισίας. Τελευταίον προσέφυγεν εις την χάριν της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολυτρίας. Αύτη είχε παρά θεού το χάρισμα να διαλύη τας μαγείας και γοητείας.

Και τέτοιος άλαλος ποιος είταν τότες παρά ο Γρηγόριος; Τον προσκαλέσανε λοιπόν από τη Ναζιανζό, εκεί που τον είχαμε αφησμένο, και δέχτηκε. Ήρθε στην Κωσταντινούπολη, τον αποδέχτηκε κάποιος του συγγενής, κι αμέσως του άνοιξαν παρακκλήσι και τονόμασαν της Αγίας Αναστασίας. Αυτό το παρακκλήσι έγινε μεγαλόπρεπη εκκλησιά κατόπι. Απ' αυτής της εκκλησιάς τον άμπωνα πρωτολάλησε μέσα στην Πόλη ο Γρηγόριος.

Αύτη ήναψεν επτά κηρία εις τα δύο μανουάλια του ναΐσκου, εμπρός εις τας εικόνας του Χριστού, της Παναγίας, του Προδρόμου, και της Αγίας Αναστασίας. Εφαίνετο, ότι ήθελε μετά την αναχώρησιν του παπά, να τελέση αυτή νέαν λειτουργίαν, πλέον μυστηριώδη.

Κατήλθον εις σύνδενδρον στενωπόν, εστράφην αριστερά, και έφθασα εις τον έρημον ναΐσκον της Αγίας Αναστασίας.

Αποθανόντος δέ τινος των εν Φιλιάταις βέηδων ο Κίτζος μετέβη μετά της συνεύνου Αναστασίας, όπως συλλυπηθή την χήραν του απελθόντος φίλου, και κατά την απουσίαν αυτού η Μαρίνα παραλαβούσα δι' απάτης εις την εαυτής οικίαν, την Βασιλικήν, έσπευσε να ειδοποιήση τον Σατράπην, όστις αποστείλας αμέσως εις ορισθέν τι μέρος ίππους ταχυδρομικούς και ένοπλον συνοδίαν, απήγαγε το κοράσιον.

Έλα Γιαννούλα, πάρετο· κι' όποτε θέλει ο Μήτρος Να πάρη την Αναστασιά, με δαύτο ας την εγγίξη. .............................................. Είκοσι μέραις πέρασαν, σαν χρόνια για το Μήτρο, Κ' έφτασε τ' Άι-Γιωργιού η γιορτή, το μέγα πανηγύρι, Που χέρι-χέρι νηαίς με νηούς κρατιούνται και χορεύουν. Η αράδα της Αναστασιάς εσύντυχε το Μήτρο.

Πηγαίνουν τότες και βρίσκουνε δυο τάγματα Γαλάτες και τους καταπείθουν κι αυτούς με μεγάλα ταξίματα να μπούνε στη συνωμοσία. Μαζεύουνται μια πρωινή σιμά στα λουτρά της Αναστασίας, και φορεμένος πορφύρα ο Προκόπιος παρουσιάζεται σαν αναστημένος Λάζαρος μέσα στην Πόλη. Λέγουν πως έτρεμε τότες από το φόβο του, μα οι στρατιώτες τον αποδέχουνταν αλαλάζοντας.

Εξαδέλφη Μαχούλα, ήρχισα εγώ, χωρίς άλλως ν' απαντήσω εις την φιλόφρονα προσφοράν της, θυμάσαι, τω καιρώ εκείνω, όταν ήμουν εγώ παιδί, που έζωνες με κηρί το ξωκκλήσι της Αγίας Αναστασίας; — Θυμούμαι, απήντησε. — Πες μου, σαν να μη ξέρω, γιατί το έκανες;

Όλη το λοιπόν η προστυχιά της Πόλης, άντρες, γυναίκες, και κάμποσοι Αρειανοί καλόγεροι, ξεκινούνε μια μέρα από τη Μητρόπολη της Αγιά Σοφιάς, σπάνουν τις θύρες της Αγίας Αναστασίας, και ρημάζουν το παρακκλήσι με λιθάρια, με μαγκούρες και μαναμμένα δαδιά. Πήγε να πεθάνη από τη λύπη του ο δύστυχος ο Γρηγόριος.