Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025


Άνοιξε λοιπόν, πλειότερον από το στόμα σου, τα ώτα σου· αλλά και από τα δύο ταύτα άνοιξε πλειότερον τους οφθαλμούς σου. Και συ ωμίλησες και σοφόν με κατέστησες, — όσον ήρκει δι' ένα πετεινόν. Εάν καθίστας εμέ σοφόν, όσον δι' ένα άνθρωπον ήρκει, θα έβγαζα τα μάτια τα ιδικά σου, ω Διδάσκαλε, αλλά θα έσωζον τα ιδικά μου.

Εκεί που εγύριζε σε κάποιο νησί είδεν άξαφνα τη Λενιώ να κολυμπά και ανατρίχιασε σύψυχος. Μια πάνα εσηκώθηκε από τα μάτια του και είδε τη ζωή καθόλου διαφορετική. Το βλέμμα της κόρης ράβδος έγινε μαγική του Μωϋσή και άνοιξε την πέτρινη καρδιά του ναυτικού κ' επήδησεν εκείθε κεφαλόβρυσο το αίσθημα.

Κατάχλωμη κι αναμαλλιάρα έτρεξε στο μαγεριό, σαν αφρισμένο κύμα πίσω από το δύστυχο το ναυαγό. Δεν ηύρε την Ασημίνα. Δίπλα ήταν η καμαρούλα που κοιμότανε. Άνοιξε την πόρτα με μια κλωτσιά και στο θέαμα πήγε να τρελλαθή. Η δούλα της πεσμένη προύμυτα, κρατούσε την εικόνα στην αγκαλιά και τη φιλούσε, τη δάγκωνε, την έβρεχε με δάκρυα, και ξεφωνούσε : — Άστρο μου, φως μου, ζωούλα μου!

Έξω ήτανε μέρα απ' του ολόγιομου φεγγαριού τη λάμψη και μύριζε καλοκαίρι-από 'κείνες τις καλοκαιριάτικες βραδιές που κάνουν τη ζωή παραμυθένια. . . Ποιος μπορεί να μείνη μέσα στην κάμαρη τέτοια βραδιά ; έτσι κι ο Νίκος έσβυσε το φως, για ναποκοιμηθή πιο εύκολα η Βεργινία, κι άνοιξε την πόρτα της αυλής κι άνοιξε όλο του το στήθος στη φεγγερή γαλήνη πούτον έξω και στη δροσερή ανάσα τη μοσχόβολη της κοιμισμένης πλάσης. . έπειτα έγειρε πίσω του την πόρτα και κάθησε κι αυτός στο σκαλοπάτι που καθόταν η Λιόλια.

Ο Λαλεμήτρος, κοντός, παχύς, ξουραφισμένος· μέσατης μαύραις τσόχαις και σ' τάσπρα ποκάμισα, με την χρυσή καδένα, επήδησεν αμέσως κάτω· άνοιξε την πόρτα της καρρότσας κ' εβγήκαν τέσσερες εγγλέζοι, 'ψηλοί ως απάνω, με κάτι σαν ζεμπίλιατα κεφάλια τους, με γυαλιάτα μάτια, με τα τετραβάγγελατα χέρια.

Είτανε χαραχτηριστικό του Σβεν πως μιλούσε για όλα όσα του ερχόντανε στο νου και το έκανε περσότερο απροσποίητα παρόσο το συνηθίζουν τα παιδιά, χωρίς να τον μέλη για την εντύπωση που έκανε στους μεγάλους. Ο Σβεν από τη στιγμή που άνοιξε τα μάτια δεν αιστάνθηκε γύρω του άλλο από θερμότητα κι αγάπη.

Άνοιξε την πόρτα διάπλατα, χύθηκε μέσα, στα δόντια κρατώντας τις βρισές, μ' εκείνες που θα έλουζε πατόκορφα τον ξένο. Στάθηκε όμως μάρμαρο στη μέση της σάλας. Κανείς δεν ήταν εκεί. Ούτε πίσω από τις κουρτίνες, ούτε πίσω από τις πολυθρόνες, ούτε πίσω από το πιάνο. Και άλλη πόρτα δεν είχε να ειπής άνοιξε κ' έφυγε.

Ρίχνει θλιβερές ματιές σε κείνην που λατρεύει, αλλά ο σεβασμός που της έχει κ' η παρουσία του πατέρα της τον εμποδίζουν να μιλήση, ν' ανοίξη το στόμα του, και της μιλεί μόνο με τα μάτια. Ωραία Φιλίς, πολύ πονώ, πολύ για σε υποφέρω· άνοιξε πεια τα χείλη σου κι' άνοιξε την καρδιά σου και πες μου ποια είν' η μοίρα μου· να ζήσω ή να πεθάνω; Δεν μπορείς τον πόνο μου να νοιώσης.

Από ναύτης ήταν δουλευτής ακούραστος και οικονόμος. Λίγολίγο απόχτησε μερικά λεφτά, επήρε μισακό ένα σαπιοκάικο κ' εδούλεψε σερμαγιά εδώ τριγύρω. Έπειτα το σαπιοκάικο έγινεν όλο δικό του και άνοιξε δουλειές ως την Αττάλεια. Τέλος έχτισε τη γολέτα και άπλωσε τα ταξείδια του πέρα στον Ποταμό. Μα τόρα ήταν όλος θυμό.

ΚΑΛΙΜΠ. Ως την ώρα λίγο με πειράζεις· σε λίγο θα κάμης χειρότερα· το γνωρίζω από το τρεμουλιό σου. Ολοένα δουλεύει απάνου σου ο Πρόσπερος. ΣΤΕΦΑΝ. Άφηστα αυτά τώρα. Άνοιξε το στόμα σου· ιδού, τούτο σε μαθαίνει να μιλής, γιατί· άνοιξε το στόμα σου· τούτο σου ξετινάζει το τάραμα, σε βεβαιώνω· δεν γνωρίζεις το φίλο σου· άνοιξε πάλι τη μούρη σου.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν