Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025


Το δωμάτιο ήταν σχεδόν σκοτεινό, αλλά θυμάμαι ότι, μόλις κάποια πόρτα άνοιγε, το κόκκινο πάτωμα γυάλιζε σαν να το είχαν πλύνει με αίμα. Περίμενα ώρα πολλή. Επιτέλους ο λιμενάρχης επέστρεψε. Ήταν με τη σύζυγό του, σωματώδη όπως εκείνος, καλόκαρδη όπως εκείνος. Έμοιαζαν με δυο τεράστια μωρά∙ γελούσαν δυνατά. Η κυρία άνοιξε τις πόρτες για να με δει καλύτερα. Εγώ έβηχα και χασμουριόμουν.

Να το βιβλίο το δικό μου. Το παναιώνιο βιβλίο πούνε γραμμένο σ' όλες τις γλώσσες και για όλες τις καρδιές. Να το ... . Και λέγοντας έτρεξε σ' ένα παράθυρο και τ' άνοιξε με το γρόθο του. — Αχ, την έπαθα σαν τη νυχτερίδα! είπε γυρίζοντας θαμπωμένος μέσα. Το ίδιο θα πάθατε κ' εσείς. — Αλήθεια· είπε ο Περαχώρας, βγάζοντας τα γυαλιά και σφουγγόντας με το μαντήλι τα μάτια του.

Έμοιαζε σα να μην είτανε πια δική μας, μα φαινότανε σα να είχε κάτι που ήθελε να μας το πη πριν χωριστή από μας, σα να μην μπορούσε να πεθάνη χωρίς να μας το πη. Είτανε φοβερό να βλέπουμε τον αγώνα της κι ακόμα φοβερότερο να χάσουμε ίσως τα τελευταία λόγια της. Ξαναέσκυψα απάνω της κι απελπισμένος της ψιθύρισα στο αυτί μια παράκληση. Τότε άνοιξε το μάτι της και με κοίταξε κ' εννόησα πως μ' άκουσε.

Είδε, λέει, η Καλαφάταινα εψές όνειρο, και πήγε ο άγιος του Μοναστηριού και της είπε· «Εγώ που γλύτωσα το κορίτσι σου, εγώ πρέπει και να το πάρω». Κι από την ώρα που ξύπνησε η Καλαφάταινα, μ' αυτό τόνειρο έχει να κάνη. Και το πήραν απόφαση να τη στείλουνε γλήγορα, πρι να ξανάρθη ο άγιος και της κάμη της Καλαφάταινας κανένα κακό». Μ' αποσβόλωσαν τα λόγια του γέρου. Άνοιξε η γης και με κατάπιε.

Αλλά μετά δύο ημέρας ήλθεν ο Σπύρος έξω φρενών. — Μέβαλες σ' αυτόν τον μασώνον, σ' αυτόν τον άθεον!.. Ο τετράγωνος νους του Μπάρμπα-Σταυρή, ο περικλεισμένος μέσα εις την τριγωνικήν κεφαλήν του εξήναψε μετά ταύτα άλλην ιδέαν φαεινήν και είπεν. — Ο γέρως εθεμελίωσε, παιδί μου. Δεν είνε ελπίς να πέση και να διαλυθή η Βουλή. Άνοιξέ μου ένα καφενείο, εκεί κατά την Βάθεια.

Πολλές φορές άνοιξε πόλεμος για τη στάλα κ' έρχονται οι καπετάνοι με τις βάρκες να κυριέψουν την πηγή και τρέχουν από τη στεριά οι ασπροφλόκατοι, παίζοντας τα γιαταγάνια και χτυπώντας τα σκουροντούφεκα για να τους ρίξουν πάλι στη θάλασσα.

Στον Κομματά με μάνιομα ακράτιγο απολνιέται· 520 Το μυτερό κοντάρι του στον οφαλό του χόνει· Και με βρισιαίς και χλευασμούς ακόμα τον μαλόνει· Πλατιά πληγή του άνοιξε στην απαλή κοιλιά του, Και έρρεψαν αμπουριαστά στο χώμα τ' άντερά του. Βλέπει ο Προσφάης, να σέρνεται με τα κουτζά του σκέλη 525

— Η Ελπίδα μ' ψυχούλα μ'. Η ανίκητη Ελπίδα μ' που φώλιαζε μέσα εδώ στην καρδιά μ' βαθυά! Ο Γιάννης κατέβηκε από το μουλάρι, η κάκω η Μήτραινα άνοιξε την αγκαλιά, και μάννα και παιδί έγειναν ένα σώμα από το σφιχταγκάλιασμα.

Έλα με εμένα σε περικαλώ διά να καταλύσης εις το σπήτι μου, εγώ είμαι γέρων πλούσιος, και χωρίς παιδί· σε εκλέγω διά κληρονόμον μου και υιόν μου. Εις ετούτα τα λόγια άνοιξε τας αγκάλας του, και με έσφιξε με τόσην αγάπην, ωσάν να ήθελα του είμαι αληθινός υιός.

Τότε άρπαξε με τη γερή χερούκλα το μπροστήθι και τράβαε, κι' έπεσε όλο του ως πέρα, και του κάστρου άνοιξε δρόμο σε πολλούς γυμνώνοντάς του απάνου.

Λέξη Της Ημέρας

γλαυκοπαίζουν

Άλλοι Ψάχνουν