Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025


Άνοιξε τα χείλια της τα παννιασμένα να του χαμογελάση κ’ είδε ο Νίκος τα γουλιά σαν από ξέθωρο, σβησμένο κοράλλι, πούκαναν τα δόντια της να φαίνονται κατακίτρινα.

Αυτές τις μέρες η ζωή παρά πολλά της είχε ρίξει απάνω στην τρυφερή ψυχούλα της και σαν ανθάκι που ήτανε λύγισε απ’ την ορμή της μπόρας. . . Εκεί πούκλαιγε, σάλεψε η Βεργινία τα χείλια κ' έβγαλε ένα βαθύν αναστεναγμό, βογκητό μακρόσυρτο τραγουδιστό σαν από κάποιαν πνοή αλυσοδεμένη που ξελύθηκε μ' αιματωμένες τις φτερούγες. . κι άνοιξε τα μάτια. . . Η Λιόλια πετάχτηκε κοντά της: -Αχ, Κυρία Βεργινία! ξυπνήσατε πάλι;-φώναξε, γέρνοντας απάνω της με τρέμουλη χαρά στη δακρυσμένη της φωνή.

Πέρασε τα γυαλιά απ' ταυτιά, ξεφυτίλισε το λύχνο, που τρεμόσβυνε μ' ένα άσχημο καπνό, κι' άρχισε να διαβάζη στο πρώτο φύλλο που άνοιξε: «Ελέησόν με ο Θεός κατά το μέγα έλεός σου και κατά το πλήθος των οικτιρμών σου εξάλειψον το ανόμημά μου...» Γύρισε άλλο φύλλο: «Διδάξω ανόμους τας οδούς σου και ασεβείς επί σε επιστρέψουσι...» Δεν μπορούσε να προχωρήση· ο νους του έφευγε από το βιβλίο, η καρδιά του ήτανε βαρειά, ανάρηες σταλαγματιές βροχής χτυπούσαν, πού και πού, απάνω στα τζάμια, που γύριζαν το μυαλό του, σαν να του κανοναρχούσαν άλλα λόγια, παράξενα.

Αλλ' ο καραβοκύρης, που είδε τον κίνδυνον, με επιδεξιότητα του τιμονιού επαραμέρισε το καράβι ογλήγορα, έπεσεν η πέτρα εις την θάλασσαν εκεί πλησίον και από το μέγεθος και την βιαίαν ορμήν άνοιξε την θάλασσαν και έγινεν ένα χάος, που σχεδόν εφάνη το βάθος της θαλάσσης.

Και κει που τάλεγα, παιδί μου, τον έπιασε μια τρεμούλα και άσπρισαν τα χείλια του, και αγρίεψεν η ματιά του, σαν σεληνιασμένος. — Ω, Παναγία μου! τρεις φοραίς άνοιξε το στόμα του να συντύχη, και τρεις φοραίς άκουσα τα δόντια του να κροτιούνται, παιδί μου, μα την φωνήν του δεν την άκουσα! Έτσι εστριφογύριζε το νεκρόχλωμό του πρόσωπο!

Μα στ' Αχιλέα ως πέρα πια σαν ήρθαν την καλύβα ολόρθια, πούχαν τ' αρχηγού φτιασμένα οι Μυρμιδόνες μ' ελάτου ξύλα πούσκισαν, κι' οχ τα λιβάδια χόρτο 450 κόβοντας σκέπασαν σκεπή πυκνόφυλλη από πάνου, και τούφτιασαν μεγάλη αβλή τριγύρω με παλούκια πυκνά, και κλιούσε μάνταλος την πόρτα του ελατένιος ένας και μοναχός, που τρεις νομάτοι τον σφαλνούσανκαι τρεις το κλείστρο το τρανό ξανάνοιγαν της πόρτας455 οι άλλοι, μα κι' αβοήθητος τον σφάλναε ο Αχιλέας· τότε ο καλόθελος θεός τον άνοιξε του γέρου, κι' έμπασε μέσα τ' αρχηγού τα ζηλεμένα δώρα.

Τέλος ηκούσθη υπόκωφος φωνή, φαινομένη ως να εξήρχετο εκ πίθου ή εξ αποξηραμμένου φρέατος. — Ποίος είνε πάλι; Δεν σε αφίνουν ποτέ, ποτέ ήσυχον. — Σηκώσου, έκραξεν ο ψευδώνυμος Μάχτος. — Δεν έκλεισα μάτι, είπεν ο γέρων Φούρβης. Ακόμα δεν μ' επήρε ο ύπνος. — Σηκώσου κι' άνοιξε, επανέλαβε η φωνή του κρούοντος την θύραν. — Τι με θέλεις; Ο διάβολος σ' έβαλε, μεσάνυκτα; — Κάμε γρήγορα!

Άνοιξε κατόπιν το βιβλίο του· κενώ γύριζε τις σελίδες παρουσιάζοντο πεντάλφες, κύκλοι κιάλλα μαγικά σχήματα. Σένα κατεβατό σταμάτησε και μούπε να θέσω το δέχτυλό μου τυχαίως σένα σημείο. Μετ' αυτό άρχισε μια άφωνη ανάγνωση και σάλευαν τα χείλη του. Σε λίγα λεπτά έβγαλε τη διάγνωσή του. Είχα βαρειά «βιστιρά», δηλαδή προσβολή από πονηρά πνεύματα, αλλ' ίσως κιαπ' ανθρώπου αφορμή και συνέργεια.

Και συ άνοιξε το βιβλίο σου το μουσικό και κελάδει το. Εγώ θ' αρχίσω το «Δούλοι Κυρίου». Κατόπιν εσύ αρχινάς το «Λόγον αγαθόν». Εγώ δεν ήλθα διά τον «Πολυέλεον» ήλθα, διά το «Πεποικιλμένη». Εισήλθομεν εις τον σεπτόν ναΐσκονΒυζαντινόν με χιβάδας και με τοιχογραφίαςκαι αρχίσαμεν τον «Πολυέλεον». Ο κόσμος έτρεξε κατόπιν μας, ήναψαν πολλά κηρία αι γυναίκες, και ηύραν θάλπος και παραμυθίαν.

Ο Επιστάτης με μιαν αρμαθαριά κλειδιά γιαλιστερά κι άσπρα από την αδιάκοπη χρήση, μπήκε μπροστά στον Αρχιφύλακα. Επέρασε ένα κλειδί· ύστερ' άλλο ένα. Τα στρυφογύρισε μ' ορμή στις κλειδαριές· άνοιξε το βαρύ λουκέτο· έσυρε τον ολόχοντρο μάνταλο έσπρωξε τη σιδεροκάρφωτην πόρτα με τον ώμο του. Μπήκε μπροστά ο Επιστάτης με τα χαρτιά στο χέρι. Μπήκε ξοπίσω ξιπασμένος κι ο Αρχιφύλακας.

Λέξη Της Ημέρας

γλαυκοπαίζουν

Άλλοι Ψάχνουν