Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025
Αυτός ο νέος Σουλτάνος με εδέχθη με πολλήν αγάπην, και ήτον πολλά ευχαριστημένος που με εξαναείδε· και μου είπε πως ολίγες ημέρες ύστερα από τον μισευμόν μου, ο πατέρας μου ευρισκόμενος εις τον θησαυρόν του, άνοιξε κατά τύχην την κασσελοπούλαν εκεί που είχε κλεισμένον το δακτυλίδι του Σολομώντος και την εικόνα της Αλγεμίλ, και μην βλέποντάς τα εκεί υπώπτευσεν, ότι εγώ την έκλεψα, και από την θλίψιν του απέθανε.
Ο παπάς δεν είχε ειπή δυο-τρεις εξορκισμούς, όταν ο λιγοθυμισμένος ξένος άνοιξε τα μάτια του και με φωνή τρεμουλιαστή είπε σ' όλους τους ανθρώπους, που βρίσκονταν γύρα του: — Καλώς σας ηύρα χωριανοί! Είμαι ο Κώστας! Είμαι ο νοικοκύρης της νοικοκυράς.... Ήθελε να ειπή ότ' είταν ο άντρας της Κώσταινας, αλλά το συνήθειο της πατρίδας εμποδίζει να λέγωνται στώνομα μπροστά στους άλλους, τ' αντρόγυνα.
Σωτήριο έργο κι αυτό το τείχισμα, και σαν από Πρόνοια χαραγμένο. Αφίνουμε τη διόρυγα που άνοιξε από τη Βοάνη λίμνη ως τον Αστακηνό Κόρφο, σιμά στη Νικομήδεια, και τέλος κάμποσες πολιτείες που διόρθωσε, χαλασμένες από πολέμους κι από σεισμούς.
Σήκου, Μαριανθούλα μ', και μας περιμένει ο παπάς! Σήκου να πάμε γλήγορα! Σήκου, καμάρι μου! Σήκου, για να γυρίσωμε γλήγορα και να φάμε γαλατάκι από τες γιδούλες μας! Με τα πολλά ξύπνησε η τσούπρα. Άνοιξε τα μάτια της και κύτταξε κακιωμένα τη βάβω της, δακρύζοντας και λέγοντας: — Αχ! μωρή βάβω, και συ τι μώκανες! Αχ! τι μώκαμες, παλιοβάβω! Αχ! τι μώκανες!
Ευθύς που εφάνη η ημέρα ο Καλάφ άνοιξε το κουτί όπου ήταν εκείνη η εικόνα· μα εστάθη συλλογισμένος πριν να την θεωρήση. Τι μέλλει να κάμω, εφώναξε, χρεωστώ να παρουσιάσω εις τους οφθαλμούς μου ένα υποκείμενον τόσον κινδυνώδες; στοχάσου, ω Καλάφ, στοχάσου τα αποτελέσματα τα θλιβερά που αυτή επροξένησε, και προξενεί.
Άνοιξε τα μάτια της. Ένα μπουρίνι δυνατό είχε μπάσει μέσα τα τζαμόφυλλα του παραθυριού. Σηκώθηκε να κλείση το παράθυρο. Ένα ράσο του παπά κρεμασμένο στον τοίχο ανέμιζε κι' ανακατευότανε με τον αέρα, σαν άνθρωπος που σπαρταρούσε μες στο σκοτάδι. Η καρδιά της έτρεμε σαν ψάρι. Σαν ζύγωσε στο παράθυρο, την έπιασε ανατριχίλα.
Μάζεψα τα γραμμένα φύλλα και τα έβαλα στο συρτάρι μου, έπειτα βγήκα σιγά και πήγα κι ακροάστηκα στην πόρτα της κάμαρας του Σβεν. Η γυναίκα μου την άνοιξε και κοίταξε όξω. Έσκυψα σιμά της και της είπα: — Είναι έτοιμο. Μου χαμογέλασε κ' η φωνή της έκλεινε έναν κόσμο ευτυχίας, όταν απάντησε: — Κοιμάται τόσο ήσυχα. Δεν το πιστεύω να υπάρχη κίντυνος.
Επάτησε τέλος στη σκάλα, έκλεισαν καλά τον φεγγίτη και ο Πέτρος Ραφαλιάς αγνώριστος, ασούσουμος, ξένος από τον αέρα και τον κόσμο των ανθρώπων, άπλωσεν απάνω στα νερά σαν ν' άπλωνε στα βαμπάκια. Μια επάφλασεν η θάλασσα, βάραθρον άνοιξε και ο βουτηχτής ευρέθηκε μολύβι στον πάτο.
Έχουμε όμως δρόμο να ταξιδέψουρε μεγάλο και δοξασμένο, το δρόμο που μας άνοιξε ο Θείος του νους, και τον αποχαιρετούμε με τόσο σεβασμό, όση τούδειξαν αχαριστία και κακογνωμιά εκείνοι που κι από τα μας ίσως πιώτερο έπρεπε να τονέ δοξάζουν, που δίχως τ' Ανατολικό του προπύργιο Θεός ξέρει σε τι λογής βαρβαρωσύνη θα βρισκόντανε σήμερα βουλιασμένοι. ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ο Κωστάντιος
Μόλις όμως ο παππάς εδιάβασε της πρώταις ευχές, οπού εχτύπησαν δυνατά την πόρτα. Η γρηά έτρεξε, άνοιξε κ' εμπήκε μέσα ο άνδρας της, οπού αφού εκλείδωσε, τους είπε να κάμουν γρήγορα, γιατί εφοβότανε πως κάποιος ερχότανε, όχι με καλό σκοπό. Τον είχε κυριευμέν' ο φόβος. . . Όξω εξακολουθούσε το ζεύκι και μέσα ο παππάς επροχωρούσε στο διάβασμα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν