Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025


Ένα πρωί, καθώς χάραζεν η αυγή, ένας φρουρός κατέβηκε λαχανιάζοντας από τον πύργο του, κ' έτρεξε στης σάλλες φωνάζοντας: «Άρχοντες, πολύ κοιμηθήκατε: Σηκωθήτε, ο Ριόλ έρχεται να κάνη επίθεσιΙππότες και αστοί ωπλίστηκαν κ' έτρεξαν στα τείχη: είδαν στον κάμπο να λάμπουν η περικεφαλαίες, να κυματίζουν η τριγωνικές σημαίες των ιπποτών, κι' όλον το στρατό του Ριόλ που προχωρούσε σε καλή τάξι.

Ύστερα ο Χίτας ο Πολιάνος πήγε να φέρη κρυόνερο με το βουτσέλι από μια βρύση κρυφή τον ανήφορο, χωμένη μέσα 'ςτά σχοίνα, που μοναχά οι αγωγιάτες κ' οι πιστικοί την ηξέρουν. Ο Γιάννης ο Αρβανίτης κατέβηκε 'ςτήν ποταμιά για να κλέψη σταφύλια από τα λιγοστά αφύλαγ' αμπέλια των Παλιοχωρίτων. Γήραμε να πάρουμε και λίγον ύπνο.

Και κατέβηκε σιγά-σιγά τις σκάλες. Ο Παπα-Παρθένης έμεινε στην ανοικτή πόρτα, σα ξεχασμένος, κυττάζοντας στο υγρό σκοτάδι, με μια βαθειά μελαγχολία. Η μυρωδιά του βρεμμένου χώματος, το σιγαλό και μονότονο χτύπημα της βροχής απάνω στα κεραμίδια και το σβισμένο βουητό της θαλάσσης, που δαρμένη απ' τη φουσκοθαλασσιά της νοτιάς αναστέναζε ακόμα απ' το μακρυνό περιγιάλι, τον μεθούσαν σα γλυκό κρασί.

Ο παπάς ξεπετάχτηκε αμέσως από τη στρώση του, τράβησε ένα σπίρτο στον τοίχο, άναψε ένα κηρί, που έβγαλε από τον κόρφο του, βγήκε όξω στο πεζούλι της κρεβάτας, μουρμουρίζοντας κάτι προσευχές, νίφτηκε, χτενίστηκε με μια αριά τσατσάρα κι' ύστερα πήρε το ραβδί του, κατέβηκε τη σκάλα και φτάνοντας όξω από τα μαντζάτα φώναξε: — Κυρά! Κυρά! — Όρσε, παπά! Απολογήθηκε η γριά και πετάχτηκε ορθή.

Αφού περιπλανέθηκε από χώρα σε χώρα και μάζεψε με πονηρίες κάμποσα χρήματα, κατέβηκε ο Αριστίωνας στην Αθήνα κ' έκαμνε το Σοφιστή. Από Σοφιστής κατάντησε πολιτικός, κ' οι Αθηναίοι, που στο αίμα τους το είχανε να τους πιστεύουν τους τέτοιους, τόνε διώρισαν «Πρεσβευτή» να πάη να τους ενεργήση συμμαχία με το Μιθριδάτη! Δεν άργησε να γίνη στενός φίλος του Μιθριδάτη. Αυτή είταν η τέχνη του.

Δυστυχώς όμως ο Άγγελος Κυρίου δεν κατέβηκε, γιατ’ είταν θέλημα Θεού, από τες αμαρτίες μας, να τουρκέψη η Πόλη, κι’ αυτή η Αγιά Σοφιά.

Από τη μια πίστευε πως υπάρχει ένας Μεγάλος Θεός, κι από την άλλη παραδέχουνταν πως ο Μεγάλος ο Θεός είχε βαλμένους τους Ολύμπιους να κυβερνούν τα επίγεια. Με τέτοιες δοξασίες θαρρούσε ο καλότυχος πως θα ξαναφέρη τα παλιά τα μεγαλεία, και με τέτοια καύκαλα κατέβηκε στην Αθήνα .

Απάνω στο στρογγυλό λιθάρι, που το σκεπάζει ο γεροπλάτανος, δροσολογιέται η αγάπη σου. Ο κυνηγός πήρε βιαστικά τα πόδια του, έφτασε στην πλαγιά του βουνού και κατέβηκε στη ρεματιά. Ταηδόνια τραγουδούσανε μέσα στα δασά πλατάνια, και πάνω στις ρίζες τους, που τις πότιζε γαργαλιστό το τρεχούμενο νεράκι, το άσπρο κοπάδι δροσολογιότανε.

Κατέβηκε, ξεφόρτωσε, έδεσε τ' άλογό του στο κατώγι, ανέβηκε τη σκάλα και μπήκε στο δωμάτιο, όπου ηύρε τη φωτιά να καίγη γλυκά-γλυκά, το τραπέζι φορτωμένο από φαγητά, και τη μάννα και το παιδί να κοιμούνται σφιχταγκαλιασμένοι.... Ο ξένος έγεινε αλλοιώτικος και στη στιγμή μια μεγάλη δίστομη μαχαίρα άστραψε στο δεξί του χέρι.

Ύστερα, λέει, κατέβηκε κι ο Πανάγος στο καπελιό, λέει, και του πάτησε ένα βρισίδι, λέει, του Σταμάτη μου που αποκότησε και τονε συχάρηκε, που δε μεταγίνεται, λέει.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν