Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025
Την πρώτη μέρα που ήλθε έκαμε θυσία στους θεούς, που διαφέντευαν την εξοχή· στη Δήμητρα και στο Διόνυσο και στον Πάνα και στις Νύμφες· έκαμε και τραπέζι σ' όλους, που ήταν εκεί. Κατέβηκε ύστερα και στο κοπάδι για να ιδή και τα γίδια και το βοσκό. Η Χλόη έφυγε στο δάσος, επειδή ντράπηκε κ' εφοβήθηκε τόσον κόσμο.
Τον κατάπεισε όμως τέλος ο Κώστας κ' έμεινε από το δικό του το μέρος, και κατέβηκε πια τότες ο κοσμαγάπητος Ιεράρχης στην ποθητή του Μητρόπολη με μεγάλη πομπή. Ενθουσιασμένοι και δακρυσμένοι τον αποδέχτηκαν οι πιστοί, κι ολόκληρος ο Χριστιανικός κόσμος γιόρταζε το γύρισμά του. Είταν αυτή η γλυκύτερη ώρα της πολυπαθιασμένης ζωής του.
Κατέβηκε έπειτα ο Αυτοκράτορας από την ασπίδα, και ξαναμπήκε στην αίθουσα όπου είχε φορεθή, έβαλε τη βασιλική χλαμύδα και τη διαμαντένια κορώνα, και ξαναβγήκε στο κάθισμα, φωνάζοντας ο λαός «Σεβαστέ», κι ο στρατός «Αύγουστε». Σα σώπασε ο κόσμος, προσφέρθηκε στο Βασιλέα έγγραφο, ο Βασιλέας τόδωσε του γραμματικού, κι ο γραμματικός διάβασε μεγαλόφωνα τη βασιλική Προσφώνηση, αντισκόβοντας κάθε λίγο ο λαός και φωνάζοντας, «Κύριε ελέησον, Υιέ Θεού, Συ αυτός ελέησον, Αναστάσιε Αύγουστε του βίγκας. ευσεβή Βασιλέα ο Θεός φυλάξοι», κι άλλα παρόμοια.
— Δε σ' αρώτησα ποτές, αλήθεια! είπε ο Καπετάν Γιάννης, πώς του πρωτοφάνηκε μαθές αυτό το βάσανο; Συγγενάδι σου είνε και στη δούλεψη σου τον είχες. Πώς του κατέβηκε μαθές ετούτη η πετριά; — Βλαστήμα τα! Τι να τα λέμε; είπε κουνώντας το κεφάλι του ο Μιχαληός. Πώς να το πω κ' εγώ δεν ξέρω. Σα με ρωτάς, εμένα δε μου βγαίνει απ' το κεφάλι πως το μεράκι του τον έφαγε. Η αγάπη να πούμε.
Έπειτα σιγά κι ανάλαφρα τραβήχτηκε στη σκάλα, την κατέβηκε στα τέσσερα κ' έκλεισε την ξώπορτα πίσω του. Στο χτύπο ξαφνίστηκε ο Αριστόδημος· γύρισε τα δακρυσμένα μάτια του και δεν είδε το χωριατόπουλο. Θυμήθηκε πως δεν το ρώτησε πού πέθανε η μάννα του. Μπορεί στο σπίτι της Ελπίδας· μα δεν ήταν και βέβαιος. Πήδησε, έτρεξε στην πόρτα, βρέθηκε στην αυλή. — Παιδί!.. παιδί! .. έβαλε τις φωνές.
Το είχε κι ο Ιουστινιανός αλλαγμένο τόνομά του από τότες που τον έφερε ο θειος του στην Πόλη και σπούδαξε. Φαίνεται πως σπούδαξε ο Ιουστινιανός στα γερά, και μέσα στις πρώτες του εκείνες μελέτες πρέπει να του κατέβηκε το μεγάλο του όνειρο, η ανάσταση της Ρωμαϊκής κοσμοκρατορίας.
Τo δειλινό η Λιόλια κατέβηκε στην αυλή. Όλα γύρω της όπου έβλεπε το μάτι της, ήτανε χρυσωμένα μ’ ένα μάλαμα πορτοκαλλύ, ώριμο, παχύρρευστο σαν κάποιων παλιών κρασιών, με κάτι ήσκιους βγαλμένους από μέσα του μαβιούς, μενεξεδένιους, πορφυροπράσινους.
Έκλεισε η κερά Φρόσω το έρημο σπιτικό της και κατέβηκε στης Μιχάλαινας να τη συντροφέψη και να πασκίση να γελάση τον πόνο της με τις ψεύτικες τις παρηγοριές. Τις δυο τρεις μέρες που ακολούθησαν, ακατάπαφτο παραμόνεμα, απανωτές «μπαλλοτές», ατέλειωτα λείψανα, κι από τις δυο τις μεριές. Κατάντησαν ως πέντε πεσμένοι από του Πανάγου το σπιτικό, άλλοι πέντε από του Μιχάλη, κι ως εννιά Τούρκοι.
— Η Ελπίδα μ' ψυχούλα μ'. Η ανίκητη Ελπίδα μ' που φώλιαζε μέσα εδώ στην καρδιά μ' βαθυά! Ο Γιάννης κατέβηκε από το μουλάρι, η κάκω η Μήτραινα άνοιξε την αγκαλιά, και μάννα και παιδί έγειναν ένα σώμα από το σφιχταγκάλιασμα.
Γελούν λοιπόν και τ' άψυχα μαζί του; Έσκυψε με θυμό, άδραξε το κλειδί, τόβαλε στην κλειδαρότρυπα, άνοιξε. — Μητέρα! φώναξε με ολότρεμη φωνή. Έτρεξε στην κρεββατοκάμαρα, στη σάλα, στο δωμάτιό του, στο μαγεριό. Κατέβηκε τρεχάτος στο κατώι, έψαξε στην αυλή, στο κοτέτσι. — Μάννα! ξαναφώναξε δυνατώτερα. Πουθενά απόκριση. Τον έπιασε αποκαρωμάρα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν