United States or Isle of Man ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η εκ των καθημερινών κακώσεων άσβεστος δίψα εκδικήσεως και η άγνοια των ηθικών και υλικών απολαύσεων της ευζωίας, παρίστα το επάγγελμα του κλέφτου ου μόνον ως καθήκον προς την πατρίδα, αλλά και αυτό καθ' εαυτό ως το ποθεινότερον των επαγγελμάτων.

Μπορεί· δεν ηξεύρω· απαντά σοβαρώς ο έμπορος, αλλά την σοβαρότητά του ταράττει δυσαρέστως ο άσβεστος γέλως ον προκαλεί η απάντησίς του. — Τι γελάτε; ερωτά πειραχθείς. Αστείον σας φαίνεται πράγμα που δεν 'ξεύρετε; — Μη το ματαπής αυτό, Χαλήμ, απαντά ο φανοποιός· όπου το πης θα σε γελάσουν. — Ξεύρετε τι βλέπω εγώ; παρατηρεί ο υπάλληλος. Όλη η ομιλία μας θα πάη του κάκου. Δεν θα συμφωνήσωμεν.

Το μικρόν ξυλοκάνατο, που είχεν εις το πλευρόν του, δέκα φοράς το εγέμισε δροσερού νερού από του μεγάλου βαρελιού και το εκένωσεν εντός του· δίψα άσβεστος, ικανή να στειρεύση ολόκληρον ποταμόν, τον κατεφλόγιζεν· εν τη παραζάλη του ενόμιζεν ότι ήκουε παφλασμούς ποταμού κ' έβλεπε βρύσεις πολυαρίθμους και πολυκρούνους με τα κατάργυρα και αφρώδη νερά των· το στόμα του ήτο πικρόν, η γλώσσα του ξηρά και χολώδης. . . Ούτω αγωνιών διήλθεν όλην την νύκτα μέχρις ου οι βλάχοι ήρχισαν να εγείρωνται.

Ησθάνοντο ενώπιον της σιωπής εκείνης ως εάν αυτοί ήσαν οι ένοχοι και Εκείνος ο δικαστής. Και επειδή παν φαρμακερόν βέλος των έπιπτεν άπρακτον εις τους πόδας, ως να εθραύετο κατά της αδαμαντίνης ασπίδος της αθωότητός Του, ήρχισαν να φοβώνται μήπως, μεθ' όλα ταύτα, η δίψα των διά το αίμα του μείνη άσβεστος, και η σκευωρία των ανατραπή.

Και πολύ δικαίως• διότι πού δύναμαι να εύρω ύδωρ τόσον διαυγές και καθαρόν; Ώστε συγχωρήσατε εάν, δηχθείς και εγώ εις την ψυχήν με το γλυκύτατον τούτο και υγιεινότατον δήγμα, πίνω απλήστως και κρατώ ανοικτόν το στόμα υπό τον κρουνόν• εύχομαι μόνον να μη εξαντληθή η προθυμία σας εις το να με ακροάσθε και με εγκαταλείψετε διψώντα εισέτι και έχοντα το στόμα ανοικτόν• η δίψα μου προς υμάς είνε άσβεστος, διότι, κατά τον σοφόν Πλάτωνα, τα καλά δεν προξενούν κόρον• «κόρος ουδείς των καλών».

Ότε απελύθησαν επί τέλους, δεν ανέμειναν να ανοιχθή αυτοίς η πύλη του αμφιθεάτρου, αλλά κατεπυλίσθησαν από της κορυφής του τοίχου εις την παλαίστραν ως καταρράκτης οι εξήκοντα μολοσσοί, και ήρχισεν αξία επικής ανυμνήσεως ποντικοσφαγία. Φοβερά ήτο η μανία και άσβεστος η δίψα αίματος των σκύλων. Έδακνον, έπνιγον, εσπάρασσον και εσκόρπιζον περί αυτούς εκατοντάδας ασπαιρόντων πτωμάτων.

Μάθε ότι εις τους χορούς Των πολέμων, ως έσωσεν Η ανδρεία τον στρατιώτην, Ούτω εις αυτούς η ομόνοια Σώνει τα έθνη. Στροφή Α Ον, συ που η φαντασία Φλογώδης των θνητών 'Σάν πτερωμένην βλέπει Παρθένοντον αέρα, Ουράνιον έργον. 'Σ το μέτωπόν σου πάντοτε Άσβεστος λάμπει αστέρας, Ω Νίκη, συσσωρεύονται Τριγύρω σου ματαίως Νύκτες αιώνων.