Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025
Πρωταγόρας Είμεθα υποχρεωμένοι, είπε, να το παραδεχθώμεν. Σωκράτης Οι ανδρείοι λοιπόν, όταν φοβώνται, δεν φοβούνται διόλου φόβους αισχρούς, ούτε όταν έχουν αφοβίας, έχουν αφοβίας αισχράς. Πρωταγόρας Αλήθεια είναι, είπε. Σωκράτης Εάν δε όχι αισχρούς, λοιπόν ωραίους; Πρωταγόρας Βέβαια, είπε. Σωκράτης Εάν δε ωραίους και αγαθούς; Πρωταγόρας Ναι.
Αλλά πολύ μεγαλειτέραν εργασίαν έκαμναν ο Θοδωρής ο Τσούνος, κι' ο Γλάρος κι' ο Ψόφος, και οι λοιποί. Ούτοι χωρίς να φοβώνται ότι θα κρυώσουν, εγυμνώθησαν από τα ολίγα ράκη που εφορούσαν, έδιναν διαρκώς βουτιές, έφθαναν δύο ή τρία μπόγια εις τον πυθμένα, κ' επανήρχοντο εις τον αφρόν, φέροντες πάντοτε όσην ηδύναντο να σηκώσουν λείαν.
Υπάρχει δε και άλλη απορία ως προς την αίσθησιν, η εξής: Άρά γε είναι δυνατόν δύο πράγματα να αισθανώμεθα ομού εις την αυτήν και αδιαίρετον στιγμήν χρόνου ή όχι, εάν είναι αληθές ότι πάντοτε η μεγαλειτέρα κίνησις αφανίζει την μικροτέραν ; Διά τούτο όταν τίθεταί τι υπό τα όμματα, δεν αισθάνονται αυτό οι άνθρωποι, αν τύχη να συλλογίζωνταί τι βαθέως ή να φοβώνται ή να ακούωσι μέγαν ήχον.
Και ήρχιζε να φωνάζη ο ποιμήν: — Κολλήγα! Κολλήγα! Μωρέ Κολλήγα! Και η φωνή του μη προσκόπτουσα εις τα δένδρα και εις τας φάραγγας εκυλίετο βραγχνή και άχρους επί των χιόνων παγώνουσα και σβεννυμένη πάραυτα, ως από τηλεφώνου φωνή. Οι οδοιπόροι ήρχισαν να φοβώνται πλέον. — Τι λες; Κομποδήμο; ηρώτησέ τις των ναυτικών. — Τι να 'πω κ' εγώ! απήντησεν ο ποιμήν, τρέμων ενδομύχως.
Αναβαίνει κανείς επάνω εις εκτυφλωτικά χιονοπέδια και καταβαίνει πάλιν μέσα εις χλοερούς λειμώνας, τους οποίους ποταμοί και ρύακες παφλάζοντες διασχίζουσιν επειγόμενοι, ως να φοβώνται μήπως δεν φθάσωσι πολύ ταχέως εις την θαλασσαν να εξαφανισθώσιν.
Κατά την επομένην νύκτα οι Συρακούσιοι επρόφθασαν να οικοδομήσουν το τείχος των πλησίον του τείχους των Αθηναίων και το προεξέβαλαν μάλιστα· τοιουτοτρόπως οι μεν Συρακούσιοι δεν είχαν πλέον να φοβώνται άλλο εμπόδιον εκ μέρους των Αθηναίων, ενώ ούτοι, έστω και αν ενίκων, δεν θα ηδύναντο πλέον να τους περιτειχίσουν.
Φθάσαντες δε ούτοι τους φεύγοντας, τοις είπον όσα επρόσταξεν εις αυτούς ο Πεισίστρατος, δηλαδή να μη φοβώνται και να μεταβή έκαστος εις την οικίαν του. Οι Αθηναίοι υπήκουσαν, και τοιουτοτρόπως διά τρίτην φοράν ο Πεισίστρατος εγένετο κύριος της πόλεως.
Πράγματι το 1824 ο κόμης Αντώνιος Ροΐδης ουχί μόνον εφιλοξένησεν εν Ζακύνθω τον πατέρα του συγγραφέως των «Ειδώλων», αλλά και επέτυχεν υπέρ αυτού και των αδελφών του την έκδοσιν Ιονίου διαβατηρίου, διά του οποίου ο μεν Δημήτριος ηδυνήθη να μεταβή εις Κωνσταντινούπολιν, οι δ' εν Σύρω πενόμενοι αδελφοί του εις Σμύρνην, όπου και ηδυνήθησαν να εμπορευθώσι «χωρίς να φοβώνται τους αγρίους Τούρκους».
Ησθάνοντο ενώπιον της σιωπής εκείνης ως εάν αυτοί ήσαν οι ένοχοι και Εκείνος ο δικαστής. Και επειδή παν φαρμακερόν βέλος των έπιπτεν άπρακτον εις τους πόδας, ως να εθραύετο κατά της αδαμαντίνης ασπίδος της αθωότητός Του, ήρχισαν να φοβώνται μήπως, μεθ' όλα ταύτα, η δίψα των διά το αίμα του μείνη άσβεστος, και η σκευωρία των ανατραπή.
Μόνα τα εφήμερα δεν κινδυνεύουσι να προσκρούσωσιν εις μακράν αντίστασιν ερωμένης, διά τον λόγον ότι είνε ακαταμάχητον το επιχείρημα· «Κυρία μου, δεν έχομεν καιρόν». Αλλ' ουδέ έριδας έχουσι να φοβώνται, ούτε ζηλείαν γνωρίζουσιν, ούτε αστασίαν, ούτε ψυχρότητα, ούτε εγκατάλειψιν ή απιστίαν, διά τον λόγον ότι ουδέ διά ταύτας δεν περισσεύει καιρός.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν