United States or Bulgaria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ότι πρέπει να είναι κανείς χονδρός διά να κάνη φάρσας, ή ότι να υπάρχη ίσως ωρισμένον το πάχος, το οποίον και μόνον διαθέτει διά την φάρσαν, ποτέ δεν ευρέθην εις κατάστασιν να το λύσω· αλλ' είναι πλέον ή βέβαιον ότι ένας λεπτοκαμωμένος farceur είναι ένα rara avis in terris. Δι' ό,τι ανήκει εις τας λεπτάς υποχρεώσεις του κωμικού ο βασιλεύς δεν είχε καμμίαν σκοτούραν.

Ο κυρ-Στρατής, ένας κοντός και χονδρός ανθρωπάκος, με μίαν κεφαλήν φαλακράν και στρογγύλην ως κολοκύνθην, και με πρόσωπον κατακόκκινον ως κόκκινην κολοκύνθην, με δύο μάτια μεγάλα ως κάστανα, ήτο ιεροψάλτης του νεκροταφείου, αρχαίος φίλος μας.

Εννοείς, δηλαδήτις, να μας προσβάλης; υπέλαβε τραχέως χονδρός τις και κοντός συμπότης, συνδυάζων διά του παραδόξου αυτού ιματισμού πίλον, αναξυρίδα, περικνημίδας και τσαρούχια. — Δεν έχει προσβολή εδώ, Κυρ Γιαννάκη! απήντησεν ηρέμα ο δεκανεύς. Το μέλι, μάτια μου, κολλάειτα δάκτυλα και χωρίς να θέλης. Γενικός γέλως υπεδέχθη το σοφόν απόφθεγμα του κυρίου μου, και η καταιγίς παρετράπη.

Ο πλοίαρχος, κοντός, χονδρός, ορθογώνιον τμήμα στερεοποιηθέντος σώματος, με χείρας χονδράς, επικαμπείς ως χηλάς καβούρας, με πρόσωπον πλατύ, με τον μύστακα ένθεν κ' ένθεν ως τα δύο του αλφαβήτου πνεύματα, ευχαριστημένος διότι τα πανιά εδούλευαν, ανοίξας τα δεφτέρια του, εξετάζει τους λογαριασμούς του.

Τελειώνοντας δε το τραπέζι, ο γέροντάς μου μού είπε· θέλω να σου ξεμυστηρευθώ ένα πράγμα, διά να γνωρίσης έως πού αναβαίνει η αγάπη που σου έχω· κάνει χρεία να μισεύσω από το πόρτο του Σουράτ, εδώ και δεκαπέντε ημέρες, διά να πάγω με το καράβι μου εις ένα νησί, εις το οποίον είμαι συνηθισμένος να πηγαίνω κάθε χρόνον· εσύ θέλεις έλθη μετ' εμένα εις εκείνο το νησί, με το να είναι έρημον από τες πολλές παρδάλεις που εις αυτό είναι· ευρίσκονται περισσότερον από διακόσια πηγάδια, από τα οποία βγαίνουν μαργαριτάρια μεγαλώτατα εις το χόνδρος, τα οποία δεν ηξεύρει κανείς παρά εγώ μόνον· ένας γέροντας καραβοκύρης του οποίου ήμουν πιστός σκλάβος, μου εφανέρωσεν εκείνους τους θησαυρούς, και μου έδειξε με ποίον τρόπον ημπορούσα να πλησιάσω εις αυτά τα πηγάδια, με όλον που είναι εκείνα τα θηρία, χωρίς να με βλάψουν.

Ο κλητήρ, κοντός, χονδρός, με ημίσειαν ρίνα, απολέσας το λοιπόν μέρος αυτής έν τινι συμπλοκή, στραφείς είδε την θύραν του καπηλειού κλειστήν πάλιν, έκαμε τον σταυρόν του και εχάθη εις την καμπήν της οδού, φθεγγομένης παράπονα της ρινός του κατά των ανεφαρμόστων αστυνομικών διατάξεων, ενώ ο βαρύς της πιστόλας ήχος εκυλίετο ακόμη εις το ανοικτόν πέλαγος του λιμένος, εποχούμενος επί της μελανής ομίχλης και κροτών ως βαρέλιον πλήρες ήλων.

Αι άλλαι έβλεπον τον πρεσβύτην καταγινόμενον ν' ανοίξη το δοχείον. — Εδώ σας λέγω είνε η τύχη σας, επανελάμβανεν ο γέρων. Οποιανού είνε, εδώ είνε η μοίρα σας. — Παληό πράμμα! εθαύμαζεν η Γερακούλα. Τώρα δεν φκιάνουν τέτοια γερά! Κύττα χόνδρος! Κύττα σκαλίσματα εύμορφα! Το επικάλυμμα έφερεν ανάγλυπτον τον Ευαγγελισμόν της Θεοτόκου.