Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025
— Καλήτερα, λέω, να μάθη πώς είμαστε σήμερα. Τι θα βγη με τα περασμένα; Αν έκαν' έτσι ο πατέρας σου, δε θα είχαμε σήμερα τούτη την τρυπούλα. Κ' έπειτα να σου ειπώ· επρόσθεσε μαλακώτερα· καλά είσαι συ στα βιβλία. Ας το το παιδί να πάρη το δρόμο του. Δε μπορεί να γίνουμε όλοι σοφοί! — Καλά, μητέρα, καλά· είπε ο Αριστόδημος, σηκώνοντας μ' αδιαφορία τους ώμους του· ας γίνη ό,τι θες.
Και τους λαχνούς κατόπι 315 παίρνουν και μες σε χάλκινη περικεφαλιά τους σείνουν, πιος θα πρωτόρηχνε απ' τους διο το κοφτερό κοντάρι. Εκεί οι στρατοί τότ' άρχισαν παράκληση να κάνουν, προς τους αθάνατους θεούς σηκώνοντας τα χέρια.
Εκείνος όμως είχε κιόλας σηκωθεί και δεν έδωσε σημασία στη χειρονομία της. Και όταν μπήκαν μέσα και η ντόνα Έστερ ζήτησε να μάθει νέα για το κτηματάκι σαν να ήταν ακόμη δικό της, εκείνος απάντησε σηκώνοντας τους ώμους με ασυνήθιστη αγένεια και πήγε να πλυθεί στο πηγάδι. Ο Απρίλης έκανε χαρούμενη ακόμη και τη θλιβερή αυλή.
Έτρεξεν ευθύς και του έπεσεν εις τα γόνατα· ακριβό μου βασιλόπουλο, εφώναξεν είναι δυνατόν να σε εύρω εδώ; Ω αγαπημένε μου φίλε, του απεκρίθη αυτό σηκώνοντάς τον, είσαι συ ο Σειρμώγ που παρασταίνεσαι εις τους οφθαλμούς μου; Ναι, ω αυθέντα, του είπεν ο Σειρμώγ, εγώ είμαι ο ίδιος· και δι' άκραν σου αγαλλίασιν, ιδού που σου προσφέρω και την ποθητήν σου βασιλοπούλα της Κασμυρίας.
Μέσα στην σιωπή ακουγόταν να τρίζει το σκοροφαγωμένο ξύλο του μπαλκονιού. Ο Έφις σηκώνοντας λίγο περισσότερο το κεφάλι ξαναείδε για τελευταία φορά το παλιό νεκροταφείο με τον κατεστραμμένο του τοίχο, τα χόρτα του και τα κόκαλα που ήταν σα λουλούδια
— Α! έκαμε τέλος σηκώνοντας το κεφάλι. Όσες φορές το βλέπω τούτο τ' αργόχερο, όλο τραγούδια έρχονται στα χείλη μου. Θα πης τα περισσότερα είνε λυπητερά. Μα τάχα κ' η ζωή μου όλο με λύπη δεν πέρασε; Έπιασε μ' ευλάβεια το κέντημα, το τύλιξε απαλά και κίνησε για το σπίτι. Άξαφνα καθώς πέρναε στο στρατώνι είδε μέσα στ' αμπέλι την αξίνα του και το σκαμμένο χώμα. — Μπρε! έκαμε μ' απορία.
Μα αυτή σηκώνοντάς με μέ εξέτασε τι όνομα έχω, και από ποίον τόπον είμαι, και πώς έτυχα και έπεσα εις τας χείρας της αδελφής της. Εγώ της απεκρίθηκα εις όσα με ερώτησε, χωρίς να της κρύψω το παραμικρόν. Και τελειώνοντάς την ομιλίαν μου αυτή μου είπεν·
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν