Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025
Η εκκλησιαίς σημαίνουν Κουνιούνται τα καμπαναριά, και η φωναίς που βγαίνουν Απ' το βαθύ και διάπλατο κάθε καμπάνας στόμα 'Μοιάζουν Χειρουβεικούς ψαλμούς, 'σαν το απ' ουράνιο δώμα Χιλιάδες τα Χριστούγεννα να τραγουδούν αγγέλοι· Και κάθε αχτίδα από 'ψηλά που κάθε αστέρι στέλλει 'Μοιάζει αγγελική ματιά.
Μετά κάθισαν ξανά στο τραπέζι και άρχισαν με νέα όρεξη να τρώνε, να πίνουν, να τραγουδούν και να απαγγέλουν στίχους. Διασκέδαζαν έτσι με την ψυχή τους, όταν άκουσαν ένα κτύπο στην εξωτερική πόρτα και η Σεραφεία σηκώθηκε να ανοίξει.
Τον πηδηκτόν διεδέχθη ο ήρεμος, κυματώδης και αναπαυτικός «σιγανός», του οποίου ο βραδύς και χαλαρός ρυθμός επιτρέπει εις τους χορευτάς να τραγουδούν και άσματα με ρυθμούς πλατείς και βραδείς. Νεαρά και νόστιμη παντρεμένη, η οποία εκράτει εις τον κάβον, ήρχισεν έν από τα συνηθέστερα τραγούδια του σιγανού: Μια κόρη συναπόβγανε τον άντρα τση στα ξένα.
Και το άσμα, με το οποίον συνοδεύουν την όρχησιν, είνε επίκλησις προς την Αφροδίτην και τους Έρωτας, τους οποίους καλούν να λάβουν μέρος εις το άσμα και την όρχησιν αυτών, το δε άλλο άσμα — διότι δύο άσματα τραγουδούν— διδάσκει και πώς πρέπει να χορεύουν• εμπρός παιδιά το πόδι, λέγει το τραγούδι, κι' ας βράση ο χορός. Ανάλογα κάμνουν και οι χορεύοντες τον λεγόμενον όρμον.
Η δυσαρέσκειά της φαίνεται σ' όλα της τα κινήματα. — Ακούς εκεί! Να μην μπορή ένας να ησυχάση, να μην είν' ελεύθερος ν' αναπαυθή γιατί εκατέβη στο κεφάλι μερικών να έρχουνται την νύχτα να τραγουδούν, χωρίς κανείς να τους παρακαλή. Αυτοί ευχαριστούνται, ρώτηξαν όμως και μένα, αν θέλω ν' ακούω; Να ταν εδώ ο Μάρκος ο ξάδελφός μου, δεν θα με πείραζε κανένας.
Πάρε με στον ευτυχισμένο τόπο για τον οποίο μου μιλούσες άλλοτε. Στον τόπο από τον οποίο δε γυρίζουν, όπου λαμπροί μουσικοί τραγουδούν ρυθμούς χωρίς τέλος. Πάρε με! — Ναι, θα σε πάρω στον ευτυχισμένο τόπο των ζωντανών. Πλησιάζει ο καιρός. Μήπως μένουν πεια κι' άλλες πίκρες να πιούμε; κι' άλλες χαρές; Πλησιάζει ο καιρός. Όταν έρθη το πλήρωμα του χρόνου, αν σε καλέσω Ιζόλδη, θάρθης;
Του φάνηκε πως οι Νύμφες παρακαλούσανε τον έρωτα να στρέξη πια το γάμο τους· και πως εκείνος, αφού ελασκάρισε το δοξάρι του και το απίθωσε κοντά στη σαϊτοθήκη, επρόσταξε το Διονυσιοφάνη να κάνη τραπέζι σ' όλους τους πρώτους της Μιτυλήνης κι όταν γεμίση το τελευταίο ποτήρι, τότε να δείχνη σε πάσαν ένα τα σημάδια. Κ' ύστερα να τραγουδούν το τραγούδι του γάμου.
— Γιατί έχω ζήσει πολύ, είπε ο Μαρτίνος. — Αλλά παρατηρήστε αυτούς τους γονδολιέρους, είπε ο Αγαθούλης· τραγουδούν ακατάπαυτα. — Να τους ιδήτε σπίτι τους με τις γυναίκες τους και τα κουτσούβελά τους, είπε ο Μαρτίνος. Ο δόγης έχει τις πίκρες του, οι γονδολιέροι τις δικές τους.
Όχι μόνον αι φωναί των δεν συμφωνούν, αλλά και οι τρόποι των είνε ανόμοιοι και αντιθέτως κινούνται και αι σκέψεις των συγκρούονται, έως ου ένα έκαστον εξ αυτών αποπέμψη εκ της σκηνής ο χορηγός λέγων ότι δεν τον χρειάζεται πλέον• μετά τούτο σιωπούν όλοι ομοίως και παύουν να τραγουδούν παραφώνως το συγκεχυμένον εκείνο και άτακτον άσμα.
Βράζει το πλήθος μέσα στους δρόμους. Ο καθένας στη δουλειά του. Ο χωρικός ιδρώνει όξω στον κάμπο. Τα παιδιά τραγουδούν ηρωικά τραγούδια. Ο στρατιώτης γυμνάζεται· ο ρήτορας βγάζει λόγους κι ο φιλόσοφος χαμογελώντας κατεβαίνει στο γιαλό, κι όσο πλύνει τα ποδάρια του στο κύμα που τρέχει, έργα αθάνατα μελετά. Ήσυχος, κι ακάματος βαδίζει ο ποταμός και καμαρώνει. Περηφανέβεται που βλέπει τόση δόξα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν