United States or Dominican Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διότι, όταν ο αήρ φέρηται προς τα άνω κατά μεγάλην ποσότητα, έπειτα καταβαίνων εξογκώνει τας φλέβας και πιέζει τον πόρον, διά του οποίου γίνεται η αναπνοή . Διά ταύτα δεν είναι ωφέλιμοι οι οίνοι εις τους παίδας ούτε εις τας τροφούς αυτών, διότι ουδόλως ίσως διαφέρει να πίνωσιν αυτά ή αι τροφοί των• αλλά πρέπει να πίνωσιν οίνον υδαρή και ολίγον, διότι ο οίνος και μάλιστα ο μέλας είναι πνευματώδης.

Κατά τον αυτόν εκείνον χρόνον τερατώδης αγριόχοιρος εφάνη εις την Μυσίαν καταβαίνων εκ του Ολύμπου και καταστρέφων τους αγρούς· πολλάκις οι Μυσοί εξήλθον κατ' αυτού, αλλά δεν ηδύναντο να τον βλάψωσι, και μάλιστα αυτοί υπέφερον από τας επιθέσεις του.

Αλλ' επέσχε μετ' αγώνος την γλώσσαν της, και απεφάσισε να φανή εχέμυθος. Βαρυνθείσα δε τέλος τον απέπεμψεν, ειπούσα αυτώ να περιέλθη τα πέριξ του μοναστηρίου, και την εσπέραν να επανέλθη, όπως αναβώσιν ομού εις το υπερώον. Ο καλός Σκούντας έσπευσε να υπακούση, και καταβαίνων την κλίμακα του μαγειρείου, περιειργάζετο λίαν προσεκτικώς τα πάντα.

Ο δρόμος εξηκολούθει καταβαίνων ανά μέσον των εις τους πρόποδας του χωρίου αγρών και αμπελώνων, έπειτα ανέβαινε πάλιν, διασχίζων πυκνόν ελαιώνα, μέχρι της κορυφής του απέναντι λόφου, όπου τρεις ανεμόμυλοι επερίμενον πνοήν αέρος να κινήση τους ήδη αργούς ιστιοφόρους τροχούς των. Εκείθεν ηπλούτο ευρύ οροπέδιον κατωφερές, απολήγον εις βράχους αποκρήμνους προς το μεσημβρινόν μέρος της νήσου.

Ήκουον μόνον οι κύκλοι Των ουρανών, την σύμφωνον Θεόπνευστον ωδήν, Και τον αέρα ακίνητον Είχε η γαλήνη. Αλλ' ότε το μειδίασμα Του θεού των ερώτων, Τον Κιθαιρώνα εσκέπασε Με θύμον και με κλήματα Σταφυλοφόρα. Εκεί ο ρυθμός επέραστος Καταβαίνων, το βλέμμα Των γηγενέων δρακόντων Εχάθη, ως τα χαράγματα Χάνεται ο ύπνος.

Μέχρι του Γέρρου, εις τον οποίον φθάνει τις μετά τεσσαράκοντα ημερών πλουν, ο Βορυσθένης είναι γνωστόν ότε ρέει καταβαίνων από βορά, πέραν όμως ουδείς γινώσκει διά τίνων ανθρώπων ρέει· είναι δε φανερόν ότι διέρχεται έρημον πριν φθάση εις την χώραν των γεωργών Σκυθών οίτινες εισι παρόχθιοι αυτού κάτοικοι επί δέκα ημερών πλουν.

Ο Μπάρμπα-δήμαρχος, απαθέστατος, πάντοτε ψυχρώς θεωρών τα του κόσμου, ως εθεώρει του βουνού της κλάρες, αίτινες δεν χρησιμεύουσιν ειμή διά καύσιμον, δεικνύει μόνον ανησυχίαν διά την έρημον κάτω κλίνην του, συνεχώς καταβαίνων και παρακαλών την κόρην του να σηκωθή και ν' αναβή επάνω. — Κοιμήσου συ επάνω, πατέρα, εγώ ευχαριστούμαι εδωδά! Απήντα η ταλαίπωρος.

Καταβαίνων από τον πευκώνα του Αγίου Αντωνίου μ' ένα δερμάτινο ταγαράκι εις τους ώμους, συνήντησεν απέξω από την Αγία Τριάδα πολλάς γυναίκας της γειτονιάς εκείνης παρά το νεκροταφείον, αι οποίαι συνεζήτουν διά το τρομερόν επεισόδιον του παπά-Κονόμου, πρωί-πρωί εκεί οπού εσκούπιζαν της αυλαίς τους. Μόλις τον είδαν αι γυναίκες, ηλάλαξαν αλαλαγμόν επιδεικτικώτατον και τον υπεδέχθησαν πανηγυρικώς.